Αντίσταση - οργάνωση – αγώνας

Μόνιμη και σταθερή δουλειά, μισθοί, ασφάλιση-περίθαλψη, σπουδές, ελευθερίες ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!

Με σωματεία όργανα αντίστασης και διεκδίκησης ενάντια στην υποταγή, τη συνδιαχείριση και το συμβιβασμό

Δευτέρα 1 Μαΐου 2006

O ρόλος και η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της επίθεσης του κεφαλαίου – εκπαιδευτικοί

O ρόλος και η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της επίθεσης του κεφαλαίου – εκπαιδευτικοί

Είναι φανερό ότι διανύουμε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από μια λυσσασμένη επιχείρηση μεγάλης κλίμακας του συστήματος να χτυπηθεί το σύνολο των κατακτημένων δικαιωμάτων του λαού και της νεολαίας για να αποκατασταθεί αυτό που ο ιμπεριαλισμός και οι αστικές τάξεις θεωρούν «φυσική τάξη πραγμάτων».
Ενώ, όμως, η παραπάνω διαπίστωση είναι αποδεκτή στο επίπεδο των εργασιακών δικαιωμάτων –εξαιτίας και των υπαρκτών αντιστάσεων σε διάφορους χώρους εργαζομένων-, δίνεται μια εντύπωση ότι οι εξελίξεις είναι βραδύτερες, ότι η επίθεση είναι ηπιότερη στο χώρο της εκπαίδευσης. Οι δυσκολίες των επιμέρους κινημάτων της εκπαίδευσης (μαθητές, φοιτητές-σπουδαστές, εκπαιδευτικοί) να αναπτύξουν εστίες αντίστασης δημιουργούν την εντύπωση ότι ο «πόλεμος» που διεξάγει η αστική τάξη στην εκπαίδευση είναι «χαμηλής έντασης». Είναι, όμως, έτσι;
Η άποψή μας είναι ότι δεν είναι καθόλου έτσι. Οι αλλαγές που συντελούνται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα σοβαρές και έχουν ως στόχο τη θεμελιακή αλλαγή του χάρτη σε σχέση με το συνολικό «περιβάλλον» σπουδών και δουλειάς για μαθητές – φοιτητές – εκπαιδευτικούς.
Μια σύντομη αναφορά
Ας κάνουμε μια απλή αναφορά στα μέτρα που προωθούνται σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες:
Στην Πρωτοβάθμια: αλλαγή των σχολικών βιβλίων με σπρώξιμο της ύλης προς τα κάτω, «ευέλικτη ζώνη» και «διαθεματική» οργάνωση της ύλης ως εργαλεία ασφυκτικού πλαισίου εργασίας για μαθητές – δασκάλους, επιτάχυνση της εφαρμογής του καθηκοντολογίου, γενίκευση της ωρομισθίας με άλλοθι τις ανάγκες των ολοήμερων, αξιολόγηση σχολείων και δασκάλων.
Στη Δευτεροβάθμια: προώθηση νόμου για την τεχνική εκπαίδευση με διαχωρισμό σε ΕΠΑΛ και ΕΠΑΣ, ουσιαστική και μεγάλη μείωση εισακτέων μέσω της απαίτησης βάσης (10) για εισαγωγή, αλλά και μέσω της «ανακατανομής» των εισακτέων ανάμεσα σε σχολές με αντίκρισμα και σε σχολές φαντάσματα, αξιολόγηση σχολείων και καθηγητών.
Ταυτόχρονα, στις δύο πρώτες βαθμίδες, η κυβέρνηση διεξάγει έναν πραγματικό πόλεμο ιδεολογικής παρέμβασης και προπαγάνδας μέσω πρωτοβουλιών που αφορούν μέρες αφιερωμένες στα «θύματα της τρομοκρατίας», προβολή – διαφήμιση της ιδιωτικής ασφάλισης, «εικονικές» επιχειρήσεις στα ΤΕΕ, υστερική προπαγάνδα περί αξιολόγησης στα ΠΕΚ και μια σειρά αντίστοιχες πρωτοβουλίες όχι μικρής σημασίας,
Στην Τριτοβάθμια τα πράγματα είναι πιο καθαρά: Οι νόμοι για την «αξιολόγηση» και τη «δια βίου εκπαίδευση», που θα συμπληρωθούν με το νέο νόμο είναι φανερό πως αποτελούν μια αντιδραστική τομή πρώτης γραμμής.
Πριν προχωρήσουμε στην εκτίμησή μας για τις επιδιώξεις του συστήματος και των κυβερνήσεών του, θα θέλαμε να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν:
Βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων, τα τελευταία είκοσι χρόνια, ήταν η πολιτική της αποθάρρυνσης των νέων από την προοπτική διεξόδου τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Περιορισμοί μεταγραφών, εντατικοποίηση στη Β’ και Γ’ βαθμίδα, ουσιαστική υποχρέωση για φροντιστήρια προετοιμασίας στο σχολείο, χτύπημα δικαιωμάτων σε σίτιση-στέγαση, μια σειρά από γενικά ή επιμέρους μέτρα έσπρωχναν όλο και περισσότερο τα παιδιά λαϊκής προέλευσης έξω από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ακολούθησε η επίθεση Αρσένη που αποτέλεσε την πιο βίαιη απόπειρα της αστικής τάξης να αναπροσαρμόσει την εκπαίδευση λύνοντας δύο βασικά ζητήματα: α) να απαντήσει το ζήτημα της ροής του μαθητικού δυναμικού, πετώντας τη μισή μαθητική νεολαία στην τεχνική εκπαίδευση και –κατά συνέπεια- ουσιαστικά έξω από ΑΕΙ-ΤΕΙ και β) να χτυπήσει τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών μέσω της κατάργησης της επετηρίδας.
Επιτυχίες και αποτυχίες του συστήματος την περίοδο 1998 – 2006
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η εκπαιδευτική πολιτική του συστήματος χαρακτηρίστηκε από αρκετές επιτυχίες και κάποιες αποτυχίες:
Θα λέγαμε ότι οι βασικές επιτυχίες για το σύστημα της περιόδου 1998-2006 πέρα από την τομή της κατάργησης της επετηρίδας, συνοψίζονται σε δύο επίπεδα:
Στο επίπεδο της έντασης της ταξικότητας της εκπαίδευσης: μπορεί τα μέτρα Αρσένη να ανασχέθηκαν σε ένα βαθμό (έστω και ετεροχρονισμένα) κάτω από την πίεση του μαθητικού κινήματος, αλλά και την απροθυμία των εκπαιδευτικών να κάνουν τους κόφτες των μαθητών, ωστόσο η ζημιά είχε ήδη γίνει. Χιλιάδες μαθητές πετάχτηκαν έξω από την εκπαίδευση. Επίσης, οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις επιβλήθηκαν και από εξωεκπαιδευτικούς όρους, δηλαδή η εντεινόμενη φτώχεια και ανεργία έκοψαν τα φτερά των παιδιών των λαϊκών οικογενειών, που συμβιβάζονται (ή μάλλον υποτάσσονται) στην άποψη ότι δεν είναι γι’ αυτούς οι σπουδές.
Στο επίπεδο της διάλυσης-αποσυγκρότησης τόσο του μαθητικού κινήματος, όσο και του κινήματος των εκπαιδευτικών: Οι εκπαιδευτικοί, κάτω από το βάρος της γενικευμένης επίθεσης που εξελίσσεται σε όλη την κοινωνία, στριμωγμένοι από την πολυετή λιτότητα και απογοητευμένοι από τη χρόνια αδράνεια του συνδικαλιστικού κινήματος, παρακολουθούν τις καθημερινές πρωτοβουλίες του αντιπάλου χωρίς να διαβλέπουν αντίστοιχης βαρύτητας αντιστάσεις. Το γεγονός αυτό έχει εμπεδώσει τα τελευταία χρόνια ένα παθητικό κλίμα στα σχολεία, ενώ έχει παγιωθεί μια απόσταση της πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών από τα συνδικαλιστικά τους όργανα και τις μαζικές διαδικασίες. Η αφερεγγυότητα του συνδικαλισμού σε συνδυασμό με τις ενορχηστρωμένες απόπειρες αυτής και της προηγούμενης κυβέρνησης να χτυπήσει το συνδικαλισμό αντικαθιστώντας τον με τα διάφορα κρατικά, συνδιοικητικά όργανα έχει οδηγήσει ένα τμήμα εκπαιδευτικών να ψάχνουν τη λύση των προβλημάτων τους όχι στα σωματεία αλλά στους… αιρετούς. Συνολικά, θα λέγαμε, το κενό του συνδικαλιστικού κινήματος έχει, μερικά, «καλυφθεί» από ένα ολόκληρο πλέγμα μικροδιευκολύνσεων αλλά και μικροεκβιασμών.
Ωστόσο, αν το κλίμα είναι γενικά δυσμενές, υπάρχουν από την άλλη και στοιχεία που αποτελούν πηγή προβληματισμού για τα κέντρα του συστήματος:
Οι εκπαιδευτικοί, παρά το «σπάσιμό» τους, δείχνουν απρόθυμοι να αναλάβουν τις «υποχρεώσεις» με τις οποίες τους φορτώνει το σύστημα, ειδικά απέναντι στους μαθητές.
Ο κλάδος παραμένει μη πειθαρχημένος. Οι συνάδελφοι νιώθουν ακόμα ελεύθεροι να λένε την άποψή τους μέσα στην τάξη, όπου θεωρούν ότι κανένας δεν έχει δικαίωμα να παρέμβει.
Παρά την ένταση της επίθεσης, παρά τα προβλήματα και την αφερεγγυότητα του συνδικαλιστικού κινήματος, υπάρχει ακόμα στα σχολεία ένα κλίμα συνδικαλιστικής δημοκρατίας.
Η καθυστέρηση στην εφαρμογή του πακέτου αξιολόγηση – καθηκοντολόγιο έχει δημιουργήσει μια νέα αδράνεια και, αν συνεχιστεί, θα παγιωθεί και στη νέα γενιά συναδέλφων το «ευνόητο» κεκτημένο μη ασφυκτικών συνθηκών δουλειάς στα σχολεία. Με άλλα λόγια, μπορεί η ύπαρξη του θεσμικού πλαισίου να αποτελεί σοβαρή κατάκτηση για το σύστημα, ωστόσο, η αναβολή στην εφαρμογή του ανακυκλώνει και ανατροφοδοτεί και τις δικές του δυσκολίες.
Οι εκπαιδευτικοί συνεχίζουν να εκφράζουν ένα «κακό παράδειγμα» εργασιακών σχέσεων που… έρχεται από το παρελθόν (η μάλλον απ’ το μέλλον).
Η βάση της κρίσης
Μια οικονομία σαν την ελληνική (εξαρτημένη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους) που οριοθετείται και «αναπτύσσεται», δηλαδή αποδιαρθρώνεται, με βάση τις ποσοστώσεις και τις ντερεκτίβες της ΕΕ, αδυνατεί από τη φύση της να οργανώσει και να προγραμματίσει τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό και εργαζόμενους κάθε τομέα. Αυτή είναι και η βάση της όξυνσης της κρίσης και των αντιφάσεων του εκπαιδευτικού συστήματος στη χώρα, με αποτέλεσμα οι όποιες αλλαγές προωθούνται να έχουν μοναδικό στοιχείο την ένταση των ταξικών φραγμών, την επίθεση στα δικαιώματα στη μόρφωση και στη δουλειά. Κραυγαλέο δείγμα αυτής της αντίφασης είναι το κατεξοχήν δεμένο με… την παραγωγή κομμάτι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΤΕΕ) να δίνει… διέξοδο στις «παραγωγικές» σχολές του στρατού και της αστυνομίας!
Οι στόχοι των σημερινών αλλαγών
Η σημερινή φάση του συστήματος, σε συνδυασμό με την κρίση του αλλά και τις παραπάνω επιτυχίες από τη μια και αγκυλώσεις από την άλλη, δίνουν και το βηματισμό για τις προωθούμενες αλλαγές – αναπροσαρμογές, οι οποίες ως στόχο έχουν την ένταση της ταξικότητας σε σχέση με τρεις παράγοντες:
1. Έλεγχος εκπαιδευτικών:Ο ιδεολογικός ρόλος της αστικής εκπαίδευσης πρέπει να συντελείται χωρίς αγκυλώσεις και βαρίδια. Για να γίνεται αυτό, είναι απαραίτητος ο ασφυκτικός έλεγχος – χειραγώγηση του σώματος των εκπαιδευτικών μέσω της αξιολόγησης και του παραπέρα χτυπήματος των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Οι νέοι πρέπει να εξοικειωθούν πλήρως με τις «σύγχρονες» απαιτήσεις του απασχολήσιμου, της ανασφάλιστης εργασίας, του «δια βίου» εκπαιδευόμενου, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για την ανεργία του. Και γι’ αυτό πρέπει να «βοηθήσουν», εκτός από την ίδια την πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, και οι εκπαιδευτικοί.
Χτύπημα των δικαιωμάτων της νεολαίας στις σπουδές:Η ταξική επιλογή πρέπει να γίνει εντονότερη. Τα φουσκωμένα νούμερα των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν μπορούν να κρύψουν ότι οι καλές σχολές με δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης αφορούν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ οι νέοι που προέρχονται από τα κατώτερα στρώματα –τις λίγες φορές που συνεχίζουν σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ- στελεχώνουν σχολές σφραγίδες χωρίς προοπτική, τις οποίες μάλιστα σε μεγάλα ποσοστά δεν παρακολουθούν ή εγκαταλείπουν.
Η φετινή ανακατανομή των εισακτέων ανάμεσα σε «πρώτες» και «δεύτερες» σχολές, η κατάργηση των μεταγραφών στο κέντρο και η απαίτηση της βάσης για εισαγωγή αποτελούν σημαντικές αλλαγές στην κατεύθυνση αυτή. Οι αλλαγές στην τριτοβάθμια θα ολοκληρώσουν την αντιδραστική τομή.
Ταυτόχρονα τα ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ που εξαγγέλθηκαν (είναι κάτι παραπάνω από φανερό για τα δεύτερα, αλλά πιστεύουμε ότι κάτι αντίστοιχο θα ισχύει και για τα πρώτα) αποτελούν μια εκτρωματική – άγρια ταξική εκδοχή σχολείων – πάρκινγκ αυριανών και σημερινών απασχολήσιμων χωρίς δικαιώματα σε σπουδές – δουλειά.
Στην παραπάνω λογική, βασική παράμετρος είναι το φόρτωμα του κόστους της εκπαίδευσης στο λαό και τη νεολαία και το παραπέρα χτύπημα της δωρεάν παιδείας.
Χτύπημα των δικαιωμάτων της νεολαίας στη δουλειά: Πρέπει να υπάρχει πλήρης αποσύνδεση οποιουδήποτε χαρτιού, απολυτηρίου, πτυχίου από την έννοια του οποιουδήποτε επαγγελματικού δικαιώματος. Οι νέοι θα μαζεύουν χαρτιά –χωρίς αντίκρισμα- και το κράτος δε θέλει καμία υποχρέωση να τα συνδέει με την ανεύρεση δουλειάς. Σε ένα περιβάλλον παραγωγικής αποσυγκρότησης της χώρας, οι νέοι πρέπει να είναι «ευέλικτοι» και όχι «απαιτητικοί». Στην κατεύθυνση αυτή λειτουργούν τόσο οι αλλαγές στην δευτεροβάθμια – τεχνική εκπαίδευση, όσο και στην τριτοβάθμια.
Σχετικά με δύο ζητήματα
Α) Για το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης:
Από κάποιες πλευρές, προβάλλεται η άποψη ότι η ιδιωτικοποίηση είναι η βασική πλευρά της πολιτικής του συστήματος στην εκπαίδευση. Αντίστοιχα, εκφράζεται η αντίθεση στο «σχολείο της αγοράς» ή στο «σχολείο επιχείρηση». Αν με αυτό εννοείται η υποταγή της εκπαίδευσης στην επίθεση του κεφαλαίου (απασχολήσιμος, χωρίς δικαιώματα) δε θα είχαμε ιδιαίτερο πρόβλημα, πέρα από τις συγχύσεις που μπορεί να δημιουργεί μια ανακριβής «περίληψη» της πραγματικότητας. Ας εξηγηθούμε: Η αστική εκπαίδευση δεν πρόκειται να σταματήσει να έχει τον ιδεολογικό της ρόλο και δεν μπορεί να λειτουργήσει με τη λογική της «ανταποδοτικότητας» – γιατί αυτό θα ήταν το σχολείο της αγοράς. Και αυτή η βασική (ιδεολογική) λειτουργία θα συνεχίσει να γίνεται με βασικό φορέα το αστικό κράτος. Άλλωστε αυτό το «επιχειρηματικό σχολείο» πού… θα επιχειρεί; Στην Ελλάδα της κοινωνικής ερήμωσης και της αποσυγκρότησης;
Και το αναφέρουμε αυτό γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να περιμένουμε τη «μεγάλη μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση» που δε θα έρθει ποτέ, ενώ η αστική τάξη θα έχει αναπροσαρμόσει πλήρως τη (δική της) δημόσια εκπαίδευση στις σημερινές (επιθετικές) απαιτήσεις της.
Β) Για το εκπαιδευτικό μοντέλο:
Διαβάσαμε σε κείμενο του Φόρουμ για την εκπαίδευση ότι «μια άλλη εκπαίδευση είναι εφικτή στην Ευρώπη». Ε, όχι! Η εκπαίδευση ήταν, είναι και θα είναι υποταγμένη στην κυρίαρχη τάξη (όποια κι αν είναι αυτή) και, κατά συνέπεια, όσο κυρίαρχη τάξη είναι η αστική, η εκπαίδευση θα είναι αστική. Ανάλογα με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις, αλλά και τις δυνατότητες της αστικής τάξης, τόσο γενικά όσο και απέναντι στον εχθρό λαό, το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να δείχνει περισσότερη ή λιγότερη ανοχή στα λαϊκά δικαιώματα, ωστόσο ο συνολικός της ρόλος δεν είναι διαπραγματεύσιμος για την άρχουσα τάξη. Αν όλοι που είμαστε εδώ συμφωνούμε σε αυτήν την απλή και αρχαία αλήθεια (το έχει λύσει ο Αριστοτέλης εδώ και 2.300 χρόνια), προς τι το άγχος προβολής «εναλλακτικού», «άλλου» σχολείου; Κατανοούμε την προπαγανδιστική πίεση που ασκεί το σύστημα με τη γνωστή φράση «δεν έχετε πρόταση». Δεν κατανοούμε πώς αυτό μπορεί να ξεπεραστεί με ακροβατικούς ελιγμούς, με οράματα «άλλων» σχολείων που, όμως, θα βρουν (;) τη δικαίωσή τους σε αυτήν την εκμεταλλευτική κοινωνία.
Και για να μιλήσουμε κινηματικά: Μήπως το μεγαλειώδες κίνημα ενάντια στα εξεταστικά, μήπως το μαθητικό κίνημα του ’98-99, μήπως ο γαλλικός Μάρτης, μήπως κάτι απ’ όλα αυτά κινήθηκε από την προβολή της «άλλης επετηρίδας», των «άλλων ΤΕΕ», των «άλλων νόμων» ή από την ανάγκη αντίστασης στο χτύπημα δικαιωμάτων;
Συμπερασματικά
Θεωρούμε ότι είμαστε σε μια φάση που το σύστημα δεν αστειεύεται. Τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα. Από αυτή την άποψη ο ρεφορμισμός (με την ακριβή του σημασία – ως μεταρρυθμισμός δηλαδή), ουσιαστικά δεν έχει υλική βάση στήριξης. Δεν μπορεί, δηλαδή να επιτυγχάνει, κατακτήσεις. Από την άλλη, ούτε και πιστεύουμε ότι το κίνημα βρίσκεται σε φάση αντεπίθεσης ή, ακόμα περισσότερο, εφόδου.
Πιστεύουμε ότι βασικό καθήκον της περιόδου για τις δυνάμεις της αριστεράς είναι η στήριξη στο κίνημα ενάντια σε λογικές προτάσεων και συνδιοίκησης. Και η προσπάθεια για ανάπτυξη εστιών αντίστασης σε μια κατεύθυνση υπεράσπισης των δικαιωμάτων σε σχέση με τη δουλειά και τις ελευθερίες των εργαζομένων, των παιδιών τους και των εκπαιδευτικών.
Και επειδή είναι φανερό ότι το σύστημα πιέζει ασφυκτικά όλους τους φορείς του να ευθυγραμμιστούν πλήρως, το βάρος δημιουργίας εστιών (ή, τελικά, μετώπου) αντίστασης πέφτει (μακάρι να μην έπεφτε) στις δυνάμεις που βρίσκονται «πέρα από τη γραμμή». Και οι δυνάμεις αυτές πρέπει επειγόντως να ενισχύσουν τη λογική του δημόσιου διαλόγου – αντιπαράθεσης πάνω στα ζητήματα διαφωνίας αλλά ταυτόχρονα και της κοινής δράσης στα ζητήματα συμφωνίας.

Μια τέτοια λογική πιστεύουμε ότι μπορεί να αποτελεί κινηματική διέξοδο, όχι γιατί μπορεί να αθροίσει αριθμητικά διάφορες δυνάμεις –άθροισμα έτσι κι αλλιώς ανεπαρκές για να απαντηθεί η επίθεση- αλλά γιατί μπορεί να διευκολύνει ανεξάρτητους αγωνιστές, που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε αδράνεια και παρακολουθούν από μακριά τις διαδικασίες του κινήματος, να ενταχθούν σε κίνηση και τελικά να τεθούν οι βάσεις για τη δημιουργία κινήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: