Αντίσταση - οργάνωση – αγώνας

Μόνιμη και σταθερή δουλειά, μισθοί, ασφάλιση-περίθαλψη, σπουδές, ελευθερίες ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!

Με σωματεία όργανα αντίστασης και διεκδίκησης ενάντια στην υποταγή, τη συνδιαχείριση και το συμβιβασμό

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

πανελλαδική σύσκεψη εκπαιδευτικών του ΚΚΕ(μ-λ).



Πραγματοποιείται το Σαββατοκύριακο 18 και 19 Οκτώβρη πανελλαδική σύσκεψη εκπαιδευτικών του ΚΚΕ(μ-λ).
Η σύσκεψη έχει στόχο να εκτιμήσει την κατάσταση στη Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση από τη σκοπιά του συστήματος, να εξετάσει την κατάσταση του κινήματος και να επεξεργαστεί κατευθύνσεις για την παρέμβαση της οργάνωσης σε αυτούς τους χώρους της εκπαίδευσης.
Αποσπάσματα απο το εισηγητικό κείμενο που δημοσιεύτηκαν
«[…] Τα δύο μεγάλα όσο και κρίσιμα ζητήματα που ταλάνισαν τον κλάδο αυτή τη χρονιά, και συνεχίζουν να το κάνουν, αφορούν τις απολύσεις και την “αυτό-αξιολόγηση”. Και τα δύο αυτά ζητήματα – μέρος συνολικότερων ανατροπών στην εκπαίδευση – έρχονται να εξυπηρετήσουν πολλαπλούς στόχους για λογαριασμό των κέντρων εξουσίας του συστήματος και των πολιτικών εκφραστών του. Μπορεί να φαίνονται, και να προβάλλονται έτσι, σαν επιλογές συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, ωστόσο αυτό δεν πρέπει να μας ξεγελά και να μας αποπροσανατολίζει.
Αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει είναι “απαντήσεις” του συστήματος σε χρόνια προβλήματα στο πλαίσιο γενικών και ειδικών προσαρμογών του εκπαιδευτικού μηχανισμού του.
Είναι γνωστό πως εδώ και χρόνια, και από διάφορες μεριές, επιχειρηματολογείται μια κατάσταση για το πώς το σχολείο έχει “ξεφύγει” από τις βασικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο ρόλο του σαν μηχανισμό του αστικού κράτους.
Σήμερα οι συνθήκες που διαμορφώνει η “κρίση” (διάβαζε: η ολόπλευρη επίθεση στα εργατικά και λαϊκά στρώματα) δίνουν την καλύτερη αφορμή για το προχώρημα και με γοργούς ρυθμούς αυτών των βαθιά αντιδραστικών ανατροπών στο χώρο της εκπαίδευσης. Η κατάσταση αυτή ενισχύεται και από την ολοκληρωτική σχεδόν παράλυση του εκπαιδευτικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Οι απολύσεις (διαθεσιμότητες) εκπαιδευτικών το περασμένο καλοκαίρι, εκτός του ότι κατέρριψαν ένα μύθο για τον λεγόμενο “στενό δημόσιο τομέα”, ο οποίος θεωρούνταν (θεωρητικά, όπως αποδείχθηκε) ότι βρισκόταν στο απυρόβλητο σε σχέση με τη μονιμότητα της υπαλληλικής σχέσης, αφορούσαν ειδικότητες της Τεχνικής Εκπαίδευσης(ΤΕ). Καθόλου τυχαίο, μια και εκεί εντοπίζεται ένα σοβαρό και χρόνιο πρόβλημα για το σύστημα. Μάλλον πρέπει να υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους γι αυτό το είδος εκπαίδευσης όπως εφαρμόστηκε και το ξέραμε μέχρι σήμερα. Από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, το πολιτικό σύστημα προχωρά στο σχεδιασμό και στη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού σκέλους, παράλληλου προς το βασικό κορμό, με προφανή επιδίωξη να υπάρξει ένα δεύτερο μαζικό σχολείο, υποβαθμισμένων προδιαγραφών, για τα εργατολαϊκά στρώματα και με στόχο να περιορίσει τη διόγκωση του βασικού κορμού. Η αποτυχία του στόχου αυτού γίνεται αντιληπτή και από τις συνεχείς μεταμορφώσεις των δομών της ΤΕ σε όλη τη πορεία της μέχρι σήμερα. Από τα ΚΕΤΕ, τις ΤΕΣ και τα ΤΕΛ, στα ΤΕΕ του Αρσένη, και από το 2006 τα ΕΠΑΛ και οι ΕΠΑΣ.
Σήμερα, μετά την κατάργηση των ΕΠΑΣ και το περιορισμό (με τις αναγγελθείσες συγχωνεύσεις) των ΕΠΑΛ (που όπως φαίνεται αλλάζουν χαρακτήρα), επινοείται η δημιουργία τον ΣΕΚ (Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης). Πρόκειται για τμήματα ταχύρυθμα, και απόλυτα εξειδικευμένα που δεν θα δίνουν τίτλους αλλά “πιστοποιητικά δεξιοτήτων”, και που δεν θα απαιτούν ιδιαίτερα δαπανηρό εξοπλισμό. Διαμορφώνεται επιπλέον και ένα νέο πεδίο δράσης (όσο περιορισμένο και να είναι) για ιδιώτες –επενδυτές.
Προβλέπεται πως ένα τεράστιο δυναμικό μαθητών θα σπρωχτούν αναγκαστικά στα ΣΕΚ, και ταυτόχρονα εξίσου μεγάλος αριθμό καθηγητών θα τεθεί ανεπιστρεπτί σε κατάσταση ομηρίας- απόλυσης. Ωστόσο, το συνολικότερο σχέδιο συρρίκνωσης του εκπαιδευτικού μηχανισμού δεν αφορά μόνο τη Τεχνική Εκπαίδευση. Συγχωνεύσεις σχεδιάζονται για όλους τους τύπους σχολείου με τα ανάλογα αποτελέσματα σε μαθητές και εκπαιδευτικούς.
 Γενικότερα μιλώντας θα λέγαμε πως το σύστημα διεκδικεί με απόλυτο τρόπο τον χώρο του, τον δικό του χώρο: το Δημόσιο. Όχι ότι το είχε χάσει αλλά πάντως θεωρούσε πως δεν το έλεγχε όσο θα έπρεπε, ιδιαίτερα για την εκπαίδευση θεωρεί ότι η λειτουργία της δεν απέδιδε, σε σχέση με τις απαιτήσεις του, τον ρόλο της. Ο περιορισμός των μηχανισμών αυτών στο ελάχιστο αναγκαίο όριο είναι όπως φαίνεται ένα αναγκαίο στάδιο για τον πλήρη έλεγχό τους.
Βασική παράμετρος του ελέγχου θα αποτελέσει η αξιολόγηση. Τέθηκε στο μέσο της σχολικής χρονιάς το ζήτημα της “αυτό-αξιολόγησης”. Ο τρόπος που τέθηκε δεν πρέπει να αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολιών για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να δούμε πώς επιχειρείται το πέρασμα σε μια νέα κατάσταση σχέσεων υπαλλήλου – εργοδότη/κράτος. Βασικό εργαλείο γι αυτό το πέρασμα είναι η πειθάρχηση και ο έλεγχος μέσα από το δίπολο «ποινή – επιβράβευση» και φυσικά σε ατομική βάση. Υπάρχει ήδη ένα ολάκερο σύστημα μέσων που μπορούν να δουλέψουν σε αυτή τη κατεύθυνση. Και πρώτα απ’ όλα, αυτό καθαυτό το μισθολόγιο – βαθμολόγιο.
 Αναφέραμε προηγούμενα πως το σύστημα διεκδικεί ολοκληρωτικά ένα δικό του χώρο, αλλά ζήτημα επίσης είναι και το πώς το διεκδικεί. Βασικά επαναφέρει νοοτροπίες, πρακτικές και μέσα που ίσχυαν και άλλοτε, με αυτή ή την άλλη μορφή λίγη σημασία έχει. Από την άποψη αυτή η βασική ιδέα και η κατεύθυνση που την υλοποιεί αφορά αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί ως “εξατομίκευση” των ευθυνών σε ότι αφορά την λειτουργία του δημόσιου τομέα και ιδιαίτερα του ευαίσθητου τομέα της εκπαίδευσης. Δεν πρέπει να υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι αλλά “δημόσιος υπάλληλος”. Το συνολικό και συλλογικό το διατηρεί σαν δικαίωμα το σύστημα για τον εαυτό του και για την επιβολή μέτρων σε όλους. Δεν ανέχεται δεύτερη συλλογικότητα από την πλευρά των εργαζομένων, εκτός και αν αυτή ενισχύει ή συμπληρώνει τη δική του.
 Στο ζήτημα της αξιολόγησης λοιπόν πρέπει να δούμε συνολικά τόσο την επιχειρούμενη υλοποίησή της καθώς και τα μέσα που θα διαθέσει γι’ αυτό το σκοπό. Το ξεκίνημά της πάντως και η μέχρι στιγμής εξέλιξη της κατάστασης αποδεικνύουν ένα πράγμα: πως το πάνω χέρι το έχει η κυβέρνηση όχι μόνο από την άποψη των πρωτοβουλιών που έτσι κι αλλιώς, με βάση τα σημερινά δεδομένα, το είχε, αλλά και του όλου χειρισμού.
 Η μεταφορά μέσα στους συλλόγους διδασκόντων του ζητήματος της συγκρότησης “ομάδων αυτοαξιολόγησης” είχε ένα πολύ συγκεκριμένο στόχο που αρχικά δεν εκτιμήθηκε ενώ ήταν αρκετά προφανής. Να φέρει τον κάθε εκπαιδευτικό χωριστά /ατομικά υπεύθυνο απέναντι στην εντολή του υπουργείου, καθώς οι όποιες διαδικασίες αυτού του οργάνου υπόκεινται σε σαφείς και ουσιαστικούς περιορισμούς σε ότι αφορά το πάρσιμο των αποφάσεων. Άλλωστε η όλη λειτουργία των συλλόγων διδασκόντων είναι υπό την αίρεση διοικητικού – ιεραρχικά ελέγχου. Έτσι και την αρχική ασαφή διατύπωση της εντολής τώρα πια δεν πρέπει να τη δούμε ως κίνηση ατολμίας, αλλά ως προσπάθεια εσωτερικού εμβολισμού του κλάδου. Το διχαστικό (με ποικίλα επιχειρήματα και φόβους) κλίμα που εμφανίστηκε σε πολλούς συλλόγους το αποδεικνύει.
Ως γνωστόν, τη κατάλληλη στιγμή ήρθε και η σαφέστερη εντολή. Προφανώς το ζήτημα για το υπουργείο δεν ήταν να γίνουν “ομάδες εργασίας” και να βγάλουν ένα κάποιο αποτέλεσμα. Συνεκτιμώντας τα μέχρι στιγμής δεδομένα, μπορούμε να πούμε πως οι εξελίξεις καταγράφονται ως επιτυχία για το σύστημα και την κυβέρνηση. Σε γενικές γραμμές τρεις παράμετροι το ερμηνεύουν αυτό. 1. Το γενικότερο φόντο της “κρίσης” μέσα στο οποίο ξετυλίγονται τα μέτρα. Ο πολιτικός αντίκτυπος ελαχιστοποιείται στην βάση των γενικότερων συνεπειών της επίθεσης σε όλη τη κοινωνία και σε όλα τα επίπεδα. 2. Ο αποπροσανατολισμός σχετικά με τη “τύχη” των απολυμένων (που αφορά όχι μόνο τους ίδιους) και τα το πιθανό βόλεμά τους αργότερα. Η νομική οδός που παροτρύνονταν να κινηθούν οι απολυμένοι (και από συνδικαλιστές των αριστερών παρατάξεων) ήταν βούτυρο στο ψωμί της κυβέρνησης. Η νομική οδός, πέραν των όσων άλλων, είναι ο ορισμός της εξατομίκευσης των προβλημάτων ακόμα και αν γίνονται ομαδικές αγωγές! 3. Η συλλογική βάση αντίδρασης του κλάδου σε μαζική και αγωνιστική κατεύθυνση αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά πολιτικά υπονομευμένη.
 Όλα τα προηγούμενα ορίζουν έναν καταθλιπτικό συσχετισμό που τον κάνει ακόμη χειρότερο το γεγονός πως οι πολιτικές δυνάμεις που ελέγχουν το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών κινούνται σε λογικές και πρακτικές πολύ πίσω όχι μόνο από τις αναγκαιότητες της ταξικής πάλης, αλλά και από αυτές καθαυτές τις διαθέσεις του κόσμου, της βάσης του κλάδου. Και αυτό είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα για τη συνέχεια.
 Οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργάνων και οι παρατάξεις που τις στηρίζουν κινήθηκαν εντελώς αποστασιοποιημένα σε σχέση με τα σοβαρά ζητήματα που έχουν τεθεί. Οι απολυμένοι δεν πετάχτηκαν έξω από το σύστημα μόνο. Πετάχτηκαν και από το σωματείο. Το ζήτημα δεν είναι πως οι απολύσεις πέρασαν επειδή έγιναν το καλοκαίρι που είναι κλειστά τα σχολεία και τα …σωματεία. Πέρασαν τόσο εύκολα γιατί είχε ήδη προηγηθεί το χτύπημα του Μάη. Τα όσα συμβαίνουν λοιπόν και προπαντός τα όσο πρόκειται να συμβούν στην εκπαίδευση έχουν μια πολύ αρνητική όσο και ουσιαστική παράμετρο: την σημερινή κατάσταση του εκπαιδευτικού κινήματος από κάθε άποψη. Πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική. Τα έδαφος για την κυβέρνηση και συνολικά για τις δυνάμεις τους συστήματος δείχνει να είναι αρκετά “λείο” και ομαλό, αντίθετα από την άλλη πλευρά εξαιρετικά κακοτράχαλο.
Μιλώντας ωστόσο για τη σημερινή κατάσταση, καλό είναι να δούμε και να ξαναδούμε κάποια πράγματα που αφορούν την συγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες. Να ξαναδούμε και να επανεκτιμήσουμε την πορεία του, τους “μεγάλους αγώνες” με τις μεγάλες “νίκες” και τις μεγάλες “ήττες” του πρόσφατου αλλά και του μακρινού παρελθόντος.
 Να δούμε εκ νέου τα στερεότυπα που ταλάνισαν και ταλανίζουν τον κλάδο σε συνδυασμό με τον ρόλο των πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της αριστεράς, που προσέδωσαν άλλωστε πολλά από τα σημερινά πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά στο εκπαιδευτικό κίνημα. Και όλα αυτά στην βάση της σημερινής πραγματικότητας που διαμορφώνεται και στην ανάγκη να απαντηθεί με τον καλύτερο τρόπο.
 Συμπερασματικά: Ο Δημόσιος τομέας, όπως και η εκπαίδευση, όπως είπαμε, είναι μηχανισμός τους συστήματος. Τον κάνει ότι θέλει και όπως τον θέλει. Αυτό εξηγεί (αλλά πρέπει και να εξηγηθεί και πλατύτερα) γιατί τα πολιτικά κόμματα και οι φορείς που βρίσκονται στην ίδια πλευρά με το σύστημα και το στηρίζουν (με όποιοn τρόπο) δεν μπορούν να θίξουν το βαθιά αντιδραστικό πυρήνα των μέτρων που προωθούνται σήμερα.
Είναι βέβαιο πως οι προτεραιότητες για τους αγωνιστές εκπαιδευτικούς στα ήδη ανοικτά μέτωπα, αλλά και σε αυτά που θα ανοίξουν, αποκτούν αναγκαστικά περισσότερο πολιτικά χαρακτηριστικά. Το σπάσιμο της απομόνωσης – ο καθένας μόνος μπροστά στα προβλήματά του – είναι ο αναγκαίος όρος για να αποκτήσει νόημα και ουσία η επανάκτηση των βασικών χαρακτηριστικών του σωματείου. Και αυτό όσο δύσκολο και να είναι σήμερα, άλλο τόσο, και περισσότερο, αναγκαίο προβάλλει για το αύριο […]».

Δεν υπάρχουν σχόλια: