Την σχολική χρονιά που μας πέρασε μπήκε ορμητικά στην ζωή μας ο όρος τηλεκπαίδευση. Όχι ότι πριν δεν ήταν γνωστή, δεν αφορούσε όμως την ελληνική σχολική πραγματικότητα, ούτε είχε γίνει κτήμα της εκπαιδευτικής κοινότητας. Διάφορα σεμινάρια ΤΠΕ δεν αφορούσαν τηλεκπαίδευση, αλλά πιο πολύ εκπαιδευτικά σενάρια και χρήση των ΤΠΕ στην διδασκαλία, ενώ μερικά εξ αποστάσεως μεταπτυχιακά μάλλον αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία ως προς την ποιότητα τους.
Και όμως, το lockdown της περασμένης άνοιξης, οδήγησε το Υπουργείο Παιδείας με τρόπο πιεστικό, αν και όχι υποχρεωτικό, καθώς κάτι τέτοιο ήταν παράνομο, να επιβάλλει τηλεκπαίδευση, σύγχρονη και ασύγχρονη, ενώ πολλοί εκπαιδευτικοί έμαθαν για πρώτη φορά την ύπαρξη της Cisco του webex.
Αξίζει κανείς να θυμηθεί τις απειλές για περικοπή μισθού σε όσους δεν έκαναν τηλεκπαίδευση από διάφορα παπαγαλάκια, επίκληση στο συναίσθημα να μην αποκοπούν οι εκπαιδευτικοί από τα παιδιά, απαίτηση «στατιστικών στοιχείων» από τις διευθύνσεις και άλλες πιέσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγαλύτερες συνδικαλιστικές παρατάξεις τάχθηκαν υπέρ της, βάζοντας ασήμαντους αστερίσκους, ως φύλλο συκής. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η μανία του κράτους και των παπαγάλων τους που…ανακάλυψαν τις Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών και κατηγόρησαν τα μέλη τους ακόμα και ως ψυχικά ασθενείς, επειδή είχαν ταχθεί εναντίον της τηλεκπαίδευσης!
Αποκορύφωμα όλης αυτής της προσπάθειας ήταν η επαίσχυντη τροπολογία του Υπουργείου Παιδείας για live streaming μέσα από τις αίθουσες, τροπολογία που ξεσήκωσε τους συναδέλφους καθώς διαλύει κάθε έννοια εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ήταν τουλάχιστον επιτυχημένη η απόπειρα εφαρμογής της τηλεκπαίδευσης; Η απάντηση είναι απόλυτα αρνητική. Πολλοί δεν είχαν και δεν έχουν τα απαιτούμενα μέσα, άλλοι που τα διέθεταν δεν μπορούσαν να…πάρουν σειρά (φανταστείτε έναν υπολογιστή σε οικογένεια με δύο μαθητές και μητέρα εκπαιδευτικό), χώρια το δίκτυο που δεν μπορούσε να σηκώσει όλο αυτό το φορτίο. Χιλιάδες εκπαιδευτικοί πέρασαν ανώφελες ώρες μπροστά στους υπολογιστές ανεβάζοντας αρχεία ή διδάσκοντας σε κλειστές οθόνες. Το δε εκπαιδευτικό αποτέλεσμα ομολογείται ότι ήταν τουλάχιστον κάτω του μετρίου έως ανύπαρκτο. Για να δέσει το…γλυκό, όταν ξανάνοιξαν τα σχολεία, το Υπουργείο εφηύρε τις περίφημες υπεύθυνες δηλώσεις περί ευπαθών ομάδων, δείχνοντας έτσι πόσο μεγάλη σημασία δίνει στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, άραγε το Υπουργείο διδάχθηκε κάτι από την περσινή εμπειρία; Προσπάθησε να ανοίξουν τα σχολεία με ασφάλεια και με τρόπο λειτουργικό;
Όσον αφορά το άνοιγμα των σχολείων, είναι γνωστό ότι όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει συνθήκες που να συνάδουν με τους κανόνες ασφαλείας, αλλά δεν προσπάθησε καν να διερευνήσει την πιθανότητα δημιουργίας τμημάτων με λιγότερους μαθητές, δεν έκανε καταμέτρηση των κενών αιθουσών, ούτε υπήρξε κάποιο αίτημα σε Δήμους ή άλλες υπηρεσίες, προκειμένου να διαπιστωθεί μια τέτοια δυνατότητα. Δεν προέβλεψε τεστ για τους εκπαιδευτικούς που επέστρεφαν από τις διακοπές, τα περίφημα πρωτόκολλα αποδείχθηκαν στην πράξη κουρελόχαρτα, ενώ-το πιο εξοργιστικό-οι δηλώσεις περί 17 μαθητών ανά μέσο όρο, τα απίθανα σχεδιαγράμματα περί μη διαφοράς 15 με 25 μαθητές και δηλώσεις ότι τα τμήματα είναι κλειστές κυψέλες, προβάλλουν την νοημοσύνη μας και την πραγματικότητα. Φυσικά, δεν έγινε καμία αναπροσαρμογή/μείωση της ύλης, ούτε για να καλυφθεί αυτή της προηγούμενης σχολικής χρονιάς
Ποια είναι η λύση που προσπαθεί να επιβάλλει σε όλα αυτά το Υπουργείο Παιδείας; Ας αφήσουμε το ανέκδοτο των παγουρίνο και την έλλειψη μασκών που τελευταία στιγμή πιέστηκαν να δώσουν δωρεάν και ακόμα ψάχνουν να βρουν τα…σωστά μέτρα! Πέρα από αυτά, δύο λύσεις έρχονται ως θέσφατα: Η καραντίνα όσων είναι πιθανά κρούσματα και η τηλεκπαίδευση για όσους είναι ευπαθείς ομάδες ή τα σχολεία/τμήματα τους είναι κλειστά.
Ας δούμε όμως πιο προσεκτικά: Γιατί επιβάλλουν καραντίνα; Μα για τον απλό λόγο ότι δεν θέλουν να κάνουν σοβαρές ιχνηλατήσεις, ούτε φυσικά μαζικά τεστ, τα οποία γίνονται με το σταγονόμετρο. Η λύση που προτείνεται είναι απλή: Μείνε σπίτι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και αν αρρωστήσεις, τηλεφώνησε στον ΕΟΔΥ. Σίγουρα όποιος θέσπισε αυτό το μέτρο δεν θα προταθεί για βραβείο Νόμπελ. Όχι ότι η καραντίνα δεν είναι σωστό μέτρο, ο τρόπος όμως με τον οποίο εφαρμόζεται την εκχυδαΐζει.
Επειδή όμως έχει μεγάλη αγωνία το Υπουργείο Παιδείας για την εκπαιδευτική διαδικασία, πολύ μεγαλύτερη φαίνεται από αυτήν που έχει για τις χιλιάδες εκπαιδευτικές ώρες που χάνονται εξ αιτίας του, λόγω μη διορισμού/πρόσληψης εκπαιδευτικών, επιβάλλει τηλεκπαίδευση σε όσα σχολεία ή τμήματα είναι κλειστά λόγω καραντίνας. Γιατί το κάνει, αφού η εμπειρία της περασμένης άνοιξης είναι αρνητική;
Οι λόγοι ουσιαστικά είναι δύο: Πρώτον είναι ένας φτηνός τρόπος για το Υπουργείο, καθώς ούτε περισσότερους αναπληρωτές προσλαμβάνει έτσι, ούτε παρέχει, ως όφειλε, τον απαραίτητο εξοπλισμό σε εκπαιδευτικούς και μαθητές γι’ αυτήν, με αστεία επιχειρήματα, όπως ότι όλοι έχουν υπολογιστές, ότι αρκεί ένα κινητό για να κάνεις μάθημα και άλλα ευτράπελα, με τα οποία πραγματικά δεν ξέρω αν αξίζει σοβαρά να ασχοληθεί κάποιος. Θα σημειώσω μόνο ένα: Επί τόσα χρόνια γίνεται αγώνας να μειωθεί η χρήση κινητών και υπολογιστών, μάλιστα αυτά απαγορεύονται στα σχολεία, και τώρα το Υπουργείο Παιδείας επιβάλλει να χρησιμοποιηθούν τουλάχιστον για ένα τετράωρο!
Ο δεύτερος όμως στόχος του Υπουργείου είναι μακροπρόθεσμος και ακόμα χειρότερος: Θέλει να επιβάλλει την τηλεκτπαίδευση όχι ως ένα έκτακτο γεγονός, αλλά ως καθημερινότητα στα σχολεία. Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι. Ας αναφέρω μερικούς:
· Ουσιαστικά καταργεί με αυτόν τον τρόπο την κατ’ οίκον διδασκαλία για παιδιά που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Περιττό να πω ότι ειδικά για τα παιδιά αυτά η επίσκεψη του δασκάλου είναι ένα παράθυρο που άνοιγε προς τον έξω κόσμο και όχι απλώς μάθημα. Επομένως, η σιωπηλή κατάργηση της είναι διπλά επιζήμια για τα παιδιά και επικίνδυνη.
· Την χρησιμοποιεί ως μέτρο επιβολής, με πρώτο, αλλά όχι τελευταίο τρανταχτό παράδειγμα τις πρόσφατες μαθητικές καταλήψεις, ενώ στο μέλλον θα χρησιμοποιηθεί ως όργανο μέτρησης για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αν και έχει γίνει κατανοητό από τους συναδέλφους ότι το «φαίνεσθαι» της πλατφόρμας δεν έχει σχέση με το «είναι» της διδασκαλίας.
· Ελαστικοποιεί τους όρους εργασίας. Φέτος με τους αναπληρωτές διάρκειας τριών μηνών, του χρόνου με τους συναδέλφους που θα κάνουν τηλεκπαίδευση σε απομακρυσμένα τμήματα, με επίδραση στον μισθό και επιβάρυνση στις ώρες εργασίας μας, όπως άλλωστε συμβαίνει όπου έχει επιβληθεί η τηλεργασία.
· Πρόσφατα προστέθηκε σε όλα αυτά και η τηλεψηφοφορία για τις εκλογές των αιρετών, μια διαδικασία που έχει κριθεί επικίνδυνη από πολλές πλευρές, όχι τόσο για την μεγάλη πιθανότητα νοθείας (υπάρχει και αυτή η πλευρά βέβαια), όσο για την διάλυση οποιασδήποτε διαδικασίας που οδηγεί σε συλλογικότητες, διεκδίκηση, ανταλλαγή ιδεών και αγώνες.
Είμαι σχεδόν σίγουρος για τις κατηγορίες που θα ακούσουμε, ότι είμαστε οπισθοδρομικοί, φοβόμαστε το καινούργιο, έχουμε βολευτεί και δεν θέλουμε να μάθουμε κάτι καινούργιο. Δεν ισχύει τίποτα από όλα αυτά! Δεν είμαστε καθόλου σαν τους Λουδιστές που κατέστρεφαν τις μηχανές, ούτε έχουμε δείξει ότι δεν επικαιροποιούμε την διδασκαλία μας ανάλογα με τις εποχές και τις ανάγκες. Αντίθετα, έχουμε πολλά να πούμε για τις καθυστερήσεις, ελλείψεις, οπισθοδρομήσεις και αρνήσεις του Υπουργείου Παιδείας, προκειμένου να παράσχει σχολεία και εγκαταστάσεις σύγχρονες και σύμφωνες με το πνεύμα της εποχής.
Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο η επιλογή ενός εργαλείου, αλλά η χρησιμοποίηση του και προς ποια κατεύθυνση! Το Υπουργείο έχει αποδείξει ότι χρησιμοποιεί την τηλεκπαίδευση για να φέρει με την επίφαση του νέου ό,τι πιο σκοταδιστικό και οπισθοδρομικό υπάρχει στην εκπαίδευση και τις εργασιακές σχέσεις!
Απέναντι σε όλα αυτά, το εκπαιδευτικό κίνημα είναι αναγκαίο
να απαιτήσει με πιο έντονη φωνή τους απαραίτητους όρους ασφαλείας, μόνιμο
προσωπικό για την λειτουργία των σχολείων, υλικοτεχνική υποδομή για σύγχρονα
και φιλόξενα σχολικά κτήρια. Εκεί βρίσκεται η ουσία τις εκπαίδευσης και όχι σε
bytes και πλατφόρμες…
Κώστας Μιχαλάκης
Μέλος Δ.Σ. ΕΛΜΕ Τρικάλων
Μέλος Αγωνιστικών Κινήσεων Εκπαιδευτικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου