Σελίδες

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Το ταξίδι της ημέρας μέσα στη νύχτα συνεχίζεται...

Πραγματοποιήθηκε το Νοέμβρη πανελλαδική σύσκεψη των Αγωνιστικών Κινήσεων Εκπαιδευτικών.
Στη σύσκεψη συζητήθηκαν τόσο οι κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα και στον κόσμο, όσο και οι εξελίξεις στην εκπαίδευση.
Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε και η δύσκολη κατάσταση του κινήματος καθώς και η προσπάθεια εντοπισμού των αιτιών της κατάστασης αυτής, όπως επίσης και η προσέγγιση των όρων ανατροπής της καθώς και ο ρόλος των Αγωνιστικών Κινήσεων σ' αυτή την υπόθεση μαζί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους


Ακολουθούν οι αποφάσεις ς σύσκεψης:
Το ταξίδι της ημέρας μέσα στη νύχτα συνεχίζεται...

Η σωστή αναγνώριση της πραγματικότητας αποτελεί και οδηγό για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων και δεινών που αυτή φέρνει στη ζωές των λαών στο πλανήτη. Χωρίς αφέλειες και τεχνητές αισιοδοξίες, το σωστό διάβασμα των γεγονότων, η κατανόηση προς τα που πάνε τα πράγματα και ποιοι τα κινούν σ' αυτήν την κατεύθυνση, οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται,
προσδιορίζουν και τα δικά μας καθήκοντα και βήματα που πρέπει να γίνουν για να ανατραπεί αυτή η πραγματικότητα.

Η κρίση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος και το αρνητικό -για τους λαούς και τους εργαζόμενους- ισοζύγιο δύναμης που έχει εδώ και πολλά χρόνια διαμορφωθεί οδηγεί το βέλος των εξελίξεων στο παρελθόν. Με μια πρωτοφανή καταιγίδα αναχρονισμού επιχειρείται να ξεθεμελιωθούν το σύνολο των κατακτήσεων που είχαν κερδηθεί από σκληρούς λαϊκούς αγώνες τον προηγούμενο αιώνα.

Το τεραστίων διαστάσεων φρακάρισμα στο οικονομικό πεδίο και η αδυναμία αντιμετώπισής του “πληρώνεται” από την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους με την απογύμνωσή τους από κάθε εργασιακό-κοινωνικό δικαίωμα. Λιτότητα παντού, γενικευμένη φτώχεια, 12ωρη εργασία, 9-9-6 (από τις 9 το πρωί μέχρι 9 το βράδυ για 6 ημέρες), ανεργία και εξαθλίωση.

Παρά την προπαγάνδα για συνεργασίες, αυτό που κυριαρχεί είναι ένας λυσσαλέος ανταγωνισμός σε όλα τα επίπεδα για τη διεκδίκηση και κατάκτηση αγορών, πηγών ενέργειας και πρώτων υλών, δρόμων μεταφοράς και φτηνού εργατικού δυναμικού.

Aυτή η πολιτική συνεχίζεται και με άλλα μέσα, με τις πολεμικές συγκρούσεις να καταστρέφουν χώρες, να ερημοποιούν περιοχές, να σπέρνουν θάνατο και εξανδραποδισμό των λαών. Οι “ιδιοκτήτες” του πλανήτη θέλουν να ξαναμοιράσουν τη γη χαράζοντας, με το αίμα των λαών, νέα σύνορα.

Η τουρκική εισβολή στη Συρία είναι το τωρινό επεισόδιο- και δεν θα είναι το τελευταίο- σε μια περιοχή (Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Ν.Α. Μεσόγειος) που έχει συσσωρευτεί πολύ μπαρούτι από όλους τους ιμπεριαλιστές και εμπρηστές του πολέμου.

Αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω σύντομα και κωδικά δεν αποτελούν ένα σκοτεινό και μαύρο φόντο για την κατάσταση στη χώρα μας. Ορίζουν και καθορίζουν τη ζωή του λαού μας σε όλους τους τομείς. Φυσικά και στην εκπαίδευση, σημειώνοντας ότι τα πολιτικά οικονομικά κοινωνικά ταξικά ζητήματα αντανακλώνται και επιδρούν αποφασιστικά και στο χώρο μας.

Η πρόσφατη συμφωνία για την επέκταση των αμερικάνικων βάσεων στη χώρα αναδεικνύει τη βαθιά εμπλοκή της χώρας στους αμερικανονατοϊκούς πολεμικούς σχεδιασμούς. Η ΗΠΑκοή έχει τη συνέχεια της με τη κυβέρνηση της ΝΔ να παραλαμβάνει από το ΣΥΡΙΖΑ την παράδοση του τόπου στους φονιάδες και η ίδια να την πάει ακόμα παραπέρα προσθέτοντας στη βάση της Σούδας και νέες βάσεις (Αλεξανδρούπολη, Στεφανοβίκειο, Λάρισα). Αναλαμβάνει μάλιστα η ίδια, και παρά τη διαφωνία της με τη συμφωνία των Πρεσπών, το ρόλο του “γεωπολιτικού μεντεσέ” στα Βαλκάνια. Η εκτέλεση των πολεμικών και επιθετικών συμβολαίων που αναθέτουν οι ΗΠΑ φέρνει πιο κοντά τον πόλεμο και τους κινδύνους για το λαό μας.

Προκύπτει από τα πράγματα η ανάγκη για πάλη ενάντια στον πόλεμο και στον ιμπεριαλισμό. Αυτό το σημαντικό καθήκον που όπως αναδείχτηκε από τις μικρές σε μαζικότητα κινητοποιήσεις τόσο για την επίσκεψη Πομπέο όσο και την Τουρκική εισβολή στη Συρία, είναι αναντίστοιχο της σημασίας του, πρέπει να προωθηθεί και στους εκπαιδευτικούς, συμβάλλοντας στην ισχυροποίηση του. Πολύ περισσότερο καθώς ο στρατηγικός διάλογος ΗΠΑ -Ελλάδας επιφυλάσσει για την εκπαίδευση ρόλο για την εξαφάνιση του αντιαμερικανισμού στον τόπο.

Ο αγώνας ενάντια στον εθνικισμό και το σωβινισμό, η έκφραση της αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς της περιοχής, ο αγώνας ενάντια στους κοινούς προστάτες και εχθρούς είναι απαραίτητος και συνεχής, όπως αναδείχτηκε και από τη περσινή προσπάθεια φασιστικών ακροδεξιών κύκλων για καταλήψεις για το “Μακεδονικό”. Ιδιαίτερα που οι εξελίξεις στη Βόρεια Μακεδονία (εκλογές μετά το βέτο Μακρόν για ένταξή τους στην ΕΕ) μπορεί να ξανανοίξει την όρεξη των ίδιων κύκλων για επανεμφάνισή τους.

Το προσφυγικό ζήτημα θα μας απασχολήσει σε όλη τη χώρα και όχι μόνο στα νησιά. Δίπλα στον αγώνα ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό πρέπει να σταθούμε αλληλέγγυοι στους ξεριζωμένους κόντρα όχι μόνο στις καθεστωτικές φασιστικές αντιλήψεις αλλά και σε “αριστερούς” απεγκλωβισμούς. Το ερώτημα που οφείλει να απαντήσει το εργατικό λαϊκό κίνημα είναι το αν οι πρόσφυγες και μετανάστες έχουν δικαιώματα! Δικαιώματα στην ελεύθερη μετακίνηση, στην περίθαλψη, στην εκπαίδευση, στη δουλειά, στη ζωή! Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί κόντρα στην πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων, στη χώρα που ορίζουν τους ξεριζωμένους ως ένα «περιττό βάρος», ως μια «μάζα παράνομων ανθρώπων» που περισσεύουν και βάζουν σε κίνδυνο την «εθνική οικονομία και τη δημόσια ασφάλεια»!

Το ερώτημα είναι από τη μια «ρητορικό» αλλά από την άλλη είναι εξαιρετικά επιτακτικό και επείγον να απαντηθεί καταφατικά και έμπρακτα, καθώς η κυβέρνηση της ΝΔ κλιμακώνει, με το νόμο που ψήφισε και με την πρακτική της, την εγκληματική στην κυριολεξία πολιτική του συστήματος ενάντια στους ξεριζωμένους.

Απέναντι σε αυτό το έγκλημα που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη δολοφονώντας με πολλούς τρόπους βρέφη, παιδιά, γυναίκες και άνδρες απαιτείται να εκφραστεί μαζικά η καταγγελία του λαού και της νεολαίας της χώρας. Απαιτείται να συγκροτηθεί κοινή πάλη με τους πρόσφυγες και μετανάστες- που σε πολλές περιπτώσεις έχουν επιδιώξει να κινητοποιηθούν και να αντισταθούν- για τη διεκδίκηση αυτών των δικαιωμάτων τους.

 Σε αυτή τη βάση  και παράλληλα με την πάλη διεκδίκησης δικαιωμάτων πρέπει να αναπτυχθεί η κοινή πάλη λαού-προσφύγων -μεταναστών, ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Ενάντια σε αυτούς που κατέστρεψαν τις πατρίδες των ξεριζωμένων και τους έκαναν πρόσφυγες και μετανάστες. Ενάντια  σε αυτούς που απειλούν τις χώρες και τους λαούς όλης της περιοχής. Αυτή είναι η απαιτούμενη αλληλεγγύη. Απαιτούμενη για τους πρόσφυγες-μετανάστες αλλά και για το λαό και τη νεολαία της χώρας μας.

Η κανονικότητα που ήρθε στη χώρα με τα το τέλος των μνημονίων έχει όλα τα μνημονιακά μέτρα παρόντα και το ξεκίνημα με κυβέρνηση ΝΔ ενός νέου γύρου επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα. «Νόμος είναι το συμφέρον του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών» κάνει ξεκάθαρο ο Μητσοτάκης. Οδοστρωτήρας για τις εργασιακές σχέσεις, η δουλειά -δουλεία και “περάστε κόσμε” δηλαδή ιμπερια-ληστές για τη λεηλασία του τόπου.

Επιμένουμε ότι δεν υπάρχει όριο στη βαρβαρότητα. Δεν υπάρχει σταθεροποίησή της. Όσο ο κόσμος της εργασίας αδυνατεί να τη σταματήσει θα υπάρχει και άλλο γκρέμισμα και βύθιση της ζωής του. Ούτε θα έρθει μέρισμα από την “ανάπτυξη” ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εκπαιδευτικοί θα κερδίσουν κάτι από τα μέτρα για τη “μεσαία τάξη”. Αυτό που φαίνεται στον ορίζοντα και συνομολογούν όλα τα κέντρα εντός και εκτός της χώρας (ΕΕ, ΔΝΤ, ΣΕΒ) είναι ότι το τρένο της επίθεσης θα κινείται στις ίδιες ράγες. Και οι φωνές για τους εκπαιδευτικούς που αμείβονται με υψηλούς μισθούς αποτελούν τροχιοδεικτικές βολές για νέα συρρίκνωση των εισοδημάτων τους.
Να σημειώσουμε σύντομα κάποια σημεία:

Παλεύουμε για αυξήσεις στους μισθούς κόντρα στη λογική των δικαστηρίων, των προσφυγών και των αυταπατών της ιδιαιτερότητας του κλάδου (εκπαιδευτικό μισθολόγιο).

H δικαιοσύνη αποδείχτηκε -για άλλη μια φορά-ότι βλέπει τα συμφέροντα του συστήματος, κρίνοντας βασικά συνταγματικό το Ν Κατρούγκαλου και αντισυνταγματικές κάποιες πλευρές του ώστε να ξεδιπλωθεί από τη κυβέρνηση η νέα επίθεση-αλά Πινοσέτ- στα ασφαλιστικά δικαιώματα. Το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό αποτελεί ζήτημα που αγγίζει σοβαρά έναν κλάδο που το 75% είναι πάνω από 50 χρόνων και οι αντιδραστικές αναπροσαρμογές που σχεδιάζονται μπορεί να αποτελέσουν κρίκο για να “σηκωθούν” αγώνες.

Η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων αποτελεί βασική επιλογή του συστήματος και των κυβερνήσεών του με σαφείς της προθέσεις για γενίκευση και παραπέρα ελαστικοποίηση. Οι δηλώσεις Θεοδωρικάκου ότι βρεθήκαν 53.000 παραπάνω συμβασιούχοι απ’ ότι τα μνημόνια επέτρεπαν, οι απολύσεις επικουρικών στην υγεία(!) και οι αντίστοιχες απολύσεις συμβασιούχων στους ΟΤΑ (καθαριότητα,πράσινο κλπ) που νομοθετεί το “αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο” θέτουν το ζήτημα του κοινού αγώνα όλων των συμβασιούχων μαζί με αυτών στην εκπαίδευση (αναπληρωτών) για μονιμοποίηση τους, για σταθερή και μόνιμη δουλειά.

Οι πολιτικές δημοκρατικές συνδικαλιστικές ελευθερίες είναι στο στόχαστρο. Ακριβώς για να περάσει η αντιδραστική πολιτική τους επιδιώκουν να τη θωρακίσουν καθιστώντας παράνομο τελικά τον αγώνα. Δεν είναι μόνο που η αστυνομία είναι σε κάθε γωνία και πορεία σε όλη την επικράτεια. Πολλαπλασιάζονται ταχύτατα οι διώξεις αγωνιστών, οι καταδίκες για διακίνηση ιδεών, οι συλλήψεις και προσαγωγές μαθητών, οι επιχειρήσεις στα Εξάρχεια και φυσικά το ζήτημα της κατάργησης του Πανεπιστημιακού Ασύλου. Οι σκέψεις για κατάργηση των φοιτητικών παρατάξεων στα ΑΕΙ, το ότι τα μέλη του ΔΣ της ΟΛΜΕ προσέρχονται στη συνάντηση με την υπουργό Παιδείας συνοδεία ασφαλιτών είναι μερικά αλλά τρανταχτά παραδείγματα για τις επιδιώξεις της κυβέρνησης να επιβάλει “σιγή νεκροταφείου”.

Απαιτούνται άμεσες και πλατιές απευθύνσεις για απάντηση σε κάθε μικρή η μεγάλη παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης και δράσης μέσα και έξω από τα σχολεία.
Συνεχίζουμε να βαδίζουμε στο σκοτάδι ή στο μισοσκόταδο. Τα πράγματα πάνε δεξιά αντιδραστικά αλλά η ιστορία δεν τέλειωσε. Η ταξική πάλη σήμερα έχει νικητές το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό αλλά οι λαοί δεν έχουν παραιτηθεί από την υπεράσπιση της ζωής τους.

 Παρατηρούμε την τελευταία περίοδο (και ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες) ένα γενικευμένο αναβρασμό με διάφορα πρόσημα σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Από τα “κίτρινα γιλέκα” και την Βολιβία έως το Λίβανο τη Χιλή και τον Ισημερινό, οι λαοί δημιουργούν σκηνές από τις μελλοντικές εξεγέρσεις της νέας εποχής.

Στη χώρα μας οι μικρές δυνάμεις που απήργησαν σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα οι κινητοποιήσεις των φοιτητών μάλιστα μετά από μαζικές γενικές συνελεύσεις δείχνουν ότι υπάρχει έδαφος η οργή να γίνει συνειδητή πολιτική πράξη ενάντια στο σύστημα και τους υπηρέτες του.


Εκπαίδευση: ταξικότερα και αντιδραστικότερα

Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει δηλώσει τα σχέδιά της να πάει παραπέρα την επίθεση στο χώρο της εκπαίδευσης. Δεν της αρκεί απλά αυτό που παρέλαβε από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά ετοιμάζεται για ξερίζωμα βασικών δικαιωμάτων της νεολαίας στις σπουδές. Συνολικά επιδιώκει παρεμβάσεις τόσο στα ζητήματα ελέγχου της ροής των μαθητών, όσο και του εκπαιδευτικού σώματος.
Παράλληλα “αναβαθμίζεται” και ο ιδεολογικός ρόλος της εκπαίδευσης με την αναπαραγωγή όλων των σάπιων ιδεών του συστήματος : Το ξαναγράψιμο της ιστορίας και η διδασκαλία της για “ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης”, ο αντικομμουνισμός, η υιοθέτηση αντιδραστικών προτύπων (πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια), η προπαγάνδα υπέρ ΗΠΑ-ΕΕ.

Βρισκόμαστε μπροστά σε νέες αντιδραστικότερες αναπροσαρμογές σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με στόχο την εναρμόνισή τους με τον εργασιακό μεσαίωνα και την επιδίωξη της αντιστοίχισής της με το “αναπτυξιακό-επενδυτικό” κυβερνητικό αφήγημα στην οικονομία (τουρισμός, ενέργεια, υπηρεσίες, μεταφορές).
Ένταση της ταξικότητας, χτύπημα δημοκρατικών ελευθεριών και ενίσχυση των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων.
Συγκεκριμένα:

Η επαναφορά της βάσης του 10 για εισαγωγή στα ΑΕΙ, η υψηλότερη βάση που θα ορίζουν οι σχολές και η μείωση των εισακτέων αποτελούν “απροσπέλαστο κυματοθραύστη" προς την τρίτη βαθμίδα. Μαζί με το “αφιλόξενο” λύκειο για τη πλατιά μάζα των μαθητών με την τράπεζα θεμάτων και στις 3 τάξεις αποτελούν τους φραγμούς με τους οποίους επιδιώκει η κυβέρνηση να αποτρέψει/αποθαρρύνει τη συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας από την προοπτική συνέχισης των σπουδών της στα ΑΕΙ. Αντίστοιχα και οι εξελίξεις εκεί (ν+2, διαγραφές) αλλά και η αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων από κολέγια - εδώ ισχύει η οικονομική βάση- συνθέτουν τη παιδεία για λίγους και εκλεκτούς.

 Είτε μέσω της στροφής στα ΕΠΑΛ είτε σε καταρτίσεις διαφαίνεται από τις δηλώσεις των κυβερνητικών παραγόντων η φιλοδοξία τους να φτιαχτεί μια μεγάλη δεξαμενή νέων που με γρήγορες δεξιότητες και επανα-καταρτίσεις θα καλύπτει τις ανάγκες στους τομείς της οικονομίας που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η μαθητεία στα ΕΠΑΛ και η πρακτική άσκηση στα ΑΕΙ είναι σ' αυτήν την κατεύθυνση.

Η εγκύκλιος Θεοδωρικάκου για έλεγχο της αξιολόγησης στο δημόσιο και της αποχής από αυτή αλλά και οι δηλώσεις Κεραμέως-Ζαχαράκη κλπ αλλά και των “λαγών” σε ΜΜΕ αποκαλύπτουν ότι είμαστε μπροστά σε μια “παραδοσιακή” εφαρμογή της αξιολόγησης όπως σχεδιάστηκε και παλιότερα. Δηλαδή συγκρότηση μηχανισμού αξιολόγησης (διευθυντές σχολικών μονάδων-επαναφορά σχολικών συμβούλων) και φυσικά ατομική αξιολόγηση που επιβραβεύει τους αρίστους και θα... επιμορφώνει - συμμορφώνει τους υπολοίπους. Είναι ερωτηματικό αν θα ξεκινήσει άμεσα η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας του ΣΥΡΙΖΑ που αντέγραψε τον Αρβανιτόπουλο για να μη χαθεί το τάιμινγκ λόγω και της στασης των ΟΛΜΕ-ΔΟΕ. Όσο για την κατηγοριοποίηση σχολείων και μόνο ότι στα ΑΕΙ μέρος της κρατικής επιχορήγησης συναρτάται από την αξιολόγησή τους προϊδεάζει για το ανάλογο και στις κάτω βαθμίδες.

Η “αυτονομία” των σχολικών μονάδων είναι ουσιαστικά η μετακύλιση του κόστους τους στις τσέπες των γονιών και στην αναζήτηση χορηγών. Ούτε ο λόγος για ελευθερία των εκπαιδευτικών. Η κατάσταση απαιτεί σκληρή εφαρμογή αυτής της πολιτικής με τον καθηγητή/δάσκαλο ιμάντες μεταβίβασης και εφαρμογής αυτών των αντιδραστικών πολιτικών. Η σχεδιαζόμενη επίθεση στη μαθητική νεολαία θα «αναβαθμίσει» τις απαιτήσεις που θα έχει το σύστημα από τους εκπαιδευτικούς. Αν ο ένας βραχίονας της τρομοκράτησής τους θα είναι τα ΜΑΤ και τα μαθητοδικεία, το σύστημα θα απαιτεί ο άλλος να είναι η καθημερινή πίεση από τους εκπαιδευτικούς. Σίγουρα θα υπάρξει μια κλιμάκωση της πίεσης στον κλάδο να «αναλάβει» τις “ευθύνες” του.

Ένα τελευταίο ζήτημα αφορά τον κεντρικό έλεγχο των σχολείων και τους ηλεκτρονικούς κόφτες που έχουν νομοθετηθεί. Παρά το γεγονός ότι κόβονται αρκετά ολιγομελή στη χώρα υπάρχουν όμως και πάρα πολλά άλλα που έχουν εγκριθεί. Επειδή τα νούμερα δεν βγαίνουν, επειδή είναι χιλιάδες τα κενά στη χώρα και δε πρόκειται να καλυφθούν με διορισμούς, θα βρεθούμε ίσως μπροστά σε νέα κλεισίματα- συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων και συμπτύξεις τμημάτων και σε πιθανή αύξηση του ωραρίου. Η ιδέα τους είναι το 18ωρο να γίνει 20ωρο -για λόγους ισότητας!!!- αφού άλλωστε μεγάλο κομμάτι των εκπαιδευτικών είναι στα...ήντα και βάλε.

Κάποια ιδιαίτερα ζητήματα...

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ -ΓΕΝΙΚΗ
Στη δευτεροβάθμια και ως συνέχιση του δρόμου που έστρωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ καθόλου συγκαλυμμένα προωθεί ολοένα και πιο αντιδραστικές αλλαγές.
Οι δηλώσεις Ζαχαράκη για την υπερβολική αύξηση των αριστούχων μαθητών σε Γυμνάσια και ΓΕΛ λόγω του περιορισμού των προαγωγικών εξετάσεων σε ορισμένο αριθμό μαθημάτων, προμηνύουν την επαναφορά των προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων σε όλα τα μαθήματα.

Η απόκτηση του απολυτηρίου στα ΓΕΛ  μέσω περιφερειακών –τύπου πανελλαδικών- εξετάσεων που παραμένει σημαίνει από τη μια δυσκολία στην απόκτησή του –ένταση ταξικών φραγμών και από την άλλη “αντικειμενικοποίηση” των επιδόσεων των μαθητών που συνδέεται με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Τα ασαφή “νέα” προγράμματα σπουδών στη Γ' ΓΕΛ που οδηγούν σε συνεχή επιμορφωτικά σεμινάρια και συμβάλλουν στην εμπέδωση της ανεπάρκειας και άρα και της απαιτούμενης επιμόρφωσης.

Παράλληλα εφαρμόζεται πιο σκληρά ο εξορθολογισμός της διαχείρισης προσωπικού, δηλαδή η εντατικοποίηση και η ελαστικοποίηση της δουλειάς μας . Στοίβαγμα μαθητών στα μεγάλα σχολεία, μη έγκριση των υποτιθέμενων ολιγομελών, αποδεκατισμός σχολείων, ανασφάλεια εκπαιδευτικών για κλεισίματα σχολείων, πλεονάζοντες, υπεράριθμοι, μόνιμοι σε 3-4 σχολεία, ειδικότητες που τα μαθήματά τους μετατρέπονται σε επιλογής από υποχρεωτικά (οι ξενόγλωσσοι στα ΓΕΛ), μηδενικές μεταθέσεις, εκπαιδευτικοί εγκλωβισμένοι σε μακρινά σχολεία ή υπό το καθεστώς της απόσπασης, διευθυντικές αυθαιρεσίες, πολλαπλές συνεδριάσεις ακόμη και μετά τη λήξη του διδακτικού ωραρίου. Τα παραπάνω αποτυπώνουν μια ασφυκτική εργασιακή πραγματικότητα, την ίδια ώρα που χιλιάδες είναι τα κενά ενώ μόνιμοι διορισμοί δεν έχουν πραγματοποιηθεί.

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ- ΕΠΑΛ
Τα ΕΠΑΛ, η τεχνική εκπαίδευση συνολικότερα, έχουν αποτελέσει διαχρονικά το εργαλείο προκειμένου να φράξουν την είσοδο στα ΑΕΙ-ΤΕΙ των μαθητών, αλλά και να χτυπήσουν τα εργασιακά δικαιώματα των καθηγητών. Τεχνική εκπαίδευση με βάρος στην κατάρτιση και στη μαθητεία επεδίωκε ο νόμος Αρσένη το 1998, μεταγυμνασιακά ΙΕΚ, πρακτική άσκηση στα ΕΠΑΛ, μείωση των εισακτέων συνολικά και από τα ΕΠΑΛ εισηγείται το πρόγραμμα της ΝΔ. Παρά την δυνατότητα εισαγωγής σε ΑΕΙ ενός ελάχιστου ποσοστού αποφοίτων από τα ΕΠΑΛ και την αύξηση των εγγραφών στην Α' τάξη το 2018, το 2019 οι θέσεις εισαγωγής συνολικά μειώθηκαν κατά 1200 θέσεις από το 2018, αφού μειώθηκε το ποσοστό που αντιστοιχούσε στους μαθητές των ΕΠΑΛ.
Οι εκπαιδευτικοί στα ΕΠΑΛ κάθε χρόνο βρίσκονται αντιμέτωποι με μια αβέβαιη κατάσταση ως προς τις θέσεις εργασίας.

 Οι καταργήσεις ειδικοτήτων και τομέων, το κλείδωμα των τμημάτων από τον Ιούνιο ενώ εκκρεμούν εγγραφές, τα ολιγομελή τμήματα που εγκρίνονται ή δεν εγκρίνονται, είναι η μόνιμη κατάσταση που αντιμετωπίζουν το Σεπτέμβρη τα τελευταία χρόνια. Φέτος επιβλήθηκαν οι συνδιδασκαλίες και στα μαθήματα ειδικοτήτων, οπότε μειώνονται παραπέρα οι θέσεις εργασίας.

Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας ξεκίνησε με το πρόγραμμα «ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ για τα ΕΠΑΛ» μέσα από τα προγράμματα που χρηματοδοτούνται από το ΝΟΗΣΙΣ, όπως και η αξιολόγηση του μαθήματος από τους εκπαιδευτικούς της ενισχυτικής μέσα στην τάξη. Η ΝΔ διακηρύσσει την αυτονομία των ΕΠΑΛ και των ΙΕΚ με ενεργό ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης στο “ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ” το οποίο θα αποφασίζει για τους τομείς, την πρακτική άσκηση κλπ.

Το πόσο θα υλοποιηθούν οι ευσεβείς πόθοι για αντιστροφή του 1/3 μαθητών στα ΕΠΑΛ και 2/3 στα ΓΕΛ δεν το γνωρίζουμε. Ήδη χρησιμοποιούν και το μαστίγιο (νέο Λύκειο), αλλά και λίγο καρότο με τους εισακτέους στα ΑΕΙ, όμως ήδη η Κεραμέως ανακοίνωσε νέα μείωση εισακτέων συνολικά. Το κυνήγι της θέσης εργασίας, η εντατικοποίηση για να ανταποκριθούν στους όρους της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας μαζί με το κυνήγι των χορηγών είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται στα ΕΠΑΛ για τους εκπαιδευτικούς.

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ
Στην πρωτοβάθμια είχαμε τρεις σημαντικές παρεμβάσεις. Αλλαγές στο ωρολόγιο πρόγραμμα με κατάργηση της θέσης του υπεύθυνου ολοήμερου στα δημοτικά. Το ΠΔ 79/2017 που συν των άλλων έστησε στις διευθύνσεις πρωτοβάθμιας τον μηχανισμό των τριμερών επιτροπών διαχείρισης του μαθητικού πληθυσμού που νομιμοποίησαν και αυτοματοποίησαν τις συγχωνεύσεις σχολείων και τμημάτων. Και τη θεσμοθέτηση της δίχρονης προσχολικής αγωγής.

Στα δημοτικά είναι πλέον καθεστώς οι τρεις ζώνες εργασιακού ωραρίου(8-2, 9-3, 10-4). Χιλιάδες είναι οι υπεράριθμοι. Παραμένουν χωρίς οργανική θέση-στη διάθεση και την ομηρία- χιλιάδες μεταταγμένοι από β/θμια. Ένας στους τέσσερις εκπαιδευτικούς είναι αναπληρωτής (21.718 αναπληρωτές και 66.530 μόνιμοι το Σχ. Έτος 2018/19).

Το ΠΔ 79/2017 επέβαλε στα σχολεία ένα ασφυκτικό πλαίσιο καθημερινής λειτουργίας, προωθώντας στην ουσία την τήρηση του καθηκοντολόγιου.
Το γεγονός ότι όλα τα μέτρα εφαρμόστηκαν κανονικά χωρίς αντιστάσεις και ότι το σύστημα σπρώχνει τους γονείς που βλέπουν τα προβλήματα στα σχολεία να πολλαπλασιάζονται, εναντίον των εκπαιδευτικών, έχουν πολλαπλασιάσει τις εντάσεις και εντατικοποιήσει τη δουλειά του εκπαιδευτικού.

Η θεσμοθέτηση της δίχρονη προσχολικής αγωγής χωρίς υποδομές και διορισμούς έχει αφεθεί στα χέρια των δήμων. Μετακινήσεις νηπίων, υπεράριθμα τμήματα και κοντέινερς είναι οι τρόποι με τους οποίους εφαρμόζεται άλλο ένα «πάγιο αίτημα».

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ
Και την φετινή χρονιά, μέχρι στιγμής, ο αριθμός των προσλήψεων των αναπληρωτών έχει ξεπεράσει τις 25.000 (26.566 συνολικά με 7.688 στην β’ βάθμια και 18.868 στην α’βάθμια), και αναμένεται να φτάσει τις 30.000 στα μέσα του Νοέμβρη με την επόμενη φάση των προσλήψεων. Άσχετα με το πώς η κυβέρνηση (όπως και η προηγούμενη) αξιοποιεί αυτά τα νούμερα διαλαλώντας χυδαία ότι «προσφέρει(!) χιλιάδες θέσεις εργασίας» αλλά και ότι ενδιαφέρεται για την λειτουργία των σχολείων, οφείλουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για την κατάσταση που διαμορφώνεται.

Και με τις φετινές προσλήψεις έρχεται να επιβεβαιωθεί ότι οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και στην εκπαίδευση -και ό,τι κουβαλάνε σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων (μισθός, ωράριο, άδειες κτλ)- ήρθαν για να μείνουν. Για ακόμη μια φορά συνεχίζεται το δούλεμα αυτού του κόσμου για τους μόνιμους διορισμούς που «είναι στα σκαριά», ενώ παράλληλα με όχημα το αντιδραστικό οπλοστάσιο του προσοντολογίου, σπέρνεται ακόμα περισσότερο ο κανιβαλισμός και ο ανταγωνισμός. Μια κατάσταση που πατάει κύρια πάνω στην κινηματική αποσυγκρότηση, την πολυδιάσπαση και στην αδυναμία ύπαρξης οργανωμένης απάντησης.

Πάνω σε αυτό η δουλειά που έχει κάνει το σύστημα στα πλαίσια της ειδικής αγωγής (στην οποία δουλεύει και το πιο νέο δυναμικό) είναι πολύ σημαντική. Οι ειδικές ανάγκες χρησιμοποιούνται σαν πολιορκητικός κριός για να νομιμοποιηθεί η ανάγκη επιμόρφωσης, αξιολόγησης, αλλά και το ξεχείλωμα του εργασιακού ωραρίου γιατί «τα παιδιά έχουν ανάγκες» (κατά το «πρώτα το παιδί»). Από τις 26.556 προσλήψεις που έχουν γίνει μέχρι στιγμής οι 9.455 (3.237 στην β βαθμια και 6.208 στην α βάθμια) είναι στην ειδική αγωγή που πραγματοποιούνται μόνο με ευρωπαϊκά κονδύλια (ΕΣΠΑ). Αυτό με την σειρά του δημιουργεί ελαστικά εργαζόμενους που εξαρτούν την δουλειά τους από τα διάφορα προγράμματα που κατευθύνει η ΕΕ- κατά τα πρότυπα των υπόλοιπων ελαστικά εργαζόμενων- (ειδική αγωγή, «εκπαίδευση για τα παιδιά των προσφύγων») γεγονός που ξανατροφοδοτεί το κυνήγι μορίων και τίτλων σπουδών.

Οι αναπληρωτές λοιπόν αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζόμενων μέσα στα σχολεία. Πρόκειται για ένα δυναμικό εργαζόμενων που είναι το πιο έντονα εκμεταλλευόμενο στην εκπαίδευση. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι όταν μιλάμε για ελαστικές σχέσεις εργασίας δεν αναφερόμαστε μόνο στο καθεστώς της απόλυσης/ μη μονιμότητας. Αναφερόμαστε σε ένα ολόκληρο πλαίσιο πετσοκομμένων δικαιωμάτων (αναρρωτικές άδειες, καθεστώς μητρότητας κτλ), εντατικοποίησης της εργασίας (πολλαπλά σχολεία, ξεχείλωμα εργασιακού ωραρίου, παρουσιολόγιο) αλλά και εμπέδωσης της αξιολόγησης (επιμορφώσεις, υποχρεωτικές αξιολογήσεις μέσω των προγραμμάτων ΕΣΠΑ) μέσα στο οποίο «μαθαίνουν» και διαμορφώνονται χιλιάδες εκπαιδευτικοί.

Αυτή είναι η μία πλευρά της πραγματικότητας. Η άλλη πλευρά μας δείχνει ότι ακριβώς επειδή μιλάμε για χιλιάδες εργαζόμενους, που κατά βάση ανακυκλώνονται (αρκετές φορές και στις ίδιες περιοχές), και επειδή το ζήτημα της μόνιμης και σταθερής δουλειάς είναι κομβικό και διαχρονικό μπορούν να αποτελέσουν δύναμη ικανή, η οποία με σωστή κατεύθυνση μπορεί να προκαλέσει πολιτικά γεγονότα. Τέτοια σημάδια είδαμε και την περσινή χρονιά με την 3μερη απεργιακή κινητοποίηση. Ότι υπάρχει δυναμικό που μπροστά στην θηριώδη επίθεση του συστήματος και στα αδιέξοδα που συνεχίζουν να ορθώνονται μπροστά του αναζητά απαντήσεις και διατίθεται να ξεπεράσει τις εσωτερικές του διαμάχες.

Άσχετα με το πώς εκτιμάμε ότι θα εξελιχθεί (αν δηλαδή το σύστημα θέλει τόσο μεγάλο αριθμό αναπληρωτών) γίνεται καθαρό ότι ελαστικές σχέσεις εργασίας ήρθαν και θα παραμείνουν. Με αυτό το σκεπτικό το αίτημα για μονιμοποίηση όλων των αναπληρωτών είναι αυτό που τη δεδομένη στιγμή μπορεί να συγκεντρώσει το σύνολο του δυναμικού και να εναντιωθεί στις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Μαζί με το αίτημα για μαζικούς μόνιμους διορισμούς είναι αυτά που έχουν την δυνατότητα να «χτυπήσουν» την εσωτερική διάσπαση που υπάρχει και συσπειρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις.

Σε αυτόν τον αγώνα είναι αρκετά κρίσιμο και το κέρδισμα του μόνιμου κομματιού των εκπαιδευτικών. Άλλωστε είναι φανερό ότι η κατάσταση αυτή που παγιώνεται έρχεται για όλους. Ήδη χρησιμοποιούνται οι αναπληρωτές σαν μέσο πίεσης στους μόνιμους για να μετριαστούν οι αντιδράσεις στην λογική «συγκριτικά εμείς καλά είμαστε», όπως γίνεται άλλωστε και σε όλους σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα. Πάντως δεν μπορούμε να θεωρούμε αυτό (το κέρδισμα δηλαδή των μόνιμων) σαν προϋπόθεση για να γίνουν κινητοποιήσεις ή ακόμα και για είναι νικηφόρες. Το βασικό όμως που πρέπει να παλεύουμε είναι ότι αυτές θα πρέπει να γίνονται στα πλαίσια του σωματείου.

Φυσικά βλέπουμε και το θέμα των επιτροπών αγώνα αναπληρωτών, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις (πραγματική κινητοποίηση και συμμετοχή κόσμου), χωρίς όμως να θεωρούνται οι αναπληρωτές από τους μόνιμους ή να θεωρούν οι ίδιοι οι αναπληρωτές τους εαυτούς τους ξεχωριστό κομμάτι.

Σημαντικά επίσης είναι και τα επιμέρους ζητήματα που ανοίγονται από την καθημερινότητα των αναπληρωτών. Η δεκαετία αδιοριστίας και δουλέματος έχει παγιώσει μια πραγματικότητα που σε συνδυασμό με τα λειψά δικαιώματα κατηγοριοποιεί τους αναπληρωτές σε εργαζόμενους 2ας κατηγορίας. Τέτοια επιμέρους ζητήματα πρέπει να έχουμε τα αντανακλαστικά να τα ανοίγουμε γιατί «ακουμπάνε» σε πραγματικές ανάγκες- προβλήματα και μπορούν να κινητοποιήσουν.

 Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση να αφήνουμε πίσω το ζήτημα των διορισμών και της μονιμοποίησης. Ούτε ότι ταυτιζόμαστε με τις άλλες δυνάμεις που υποκλινόμενες στον συσχετισμό δύναμης θεωρούν ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν μαζικοί διορισμοί, και άρα «διεκδικούν» μια βελτίωση του καθεστώτος της αναπλήρωσης. Έχει αποδειχτεί όμως ότι με αφορμή αυτά μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με δεκάδες συναδέλφους αναπληρωτές. Απαραίτητο είναι όταν ανοίγονται τέτοια επιμέρους ζητήματα να αναδεικνύουμε σε όλους τους τόνους την μέγιστη αδικία που είναι το ίδιο το καθεστώς της ελαστικής εργασίας.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ
Το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών συγκροτήθηκε μετά την πτώση της χούντας. Στους καθηγητές και μέχρι να ολοκληρωθεί η λεγόμενη «αποχουντοποίηση» της Ομοσπονδίας, η συνδικαλιστική οργάνωση συγκροτήθηκε πάνω στη βάση των συντονιστικών των τοπικών ΕΛΜΕ, οι οποίες με τη σειρά τους άρχισαν να δημιουργούνται  μέσα στον αναβρασμό του κινήματος της μεταπολίτευσης και έφεραν τη δική του σφραγίδα. Παράδειγμα, η δυνατότητα να δοθεί ο λόγος και σε πολίτες που δεν ήταν εκπαιδευτικοί στις Γενικές Συνελεύσεις .

Η ΔΟΕ δεν συγκροτήθηκε «από τα κάτω» -όσο αυτό μπορεί να υποστηριχτεί- αλλά κεντρικά και μάλιστα μπορούμε να πούμε πως ο επίσημος ρεφορμισμός της αριστεράς (δηλαδή το ΚΚΕ) σε συνεργασία με το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ που κυριαρχούσε, συνέβαλλαν στην σημερινή φυσιογνωμία της.

Βέβαια από την άλλη η «δημοκρατική» πυραμίδα των εκπροσώπων στην ΟΛΜΕ επέτρεψε…. δημοκρατικά να αγνοηθεί η αγωνιστική διάθεση του κλάδου το 2013. Άρα από αυτή την άποψη, αν και τα καταστατικά-οργανωτικά στοιχεία έχουν τη σημασία τους, ωστόσο κρίσιμο στοιχείο είναι ο συσχετισμός δύναμης που διαμορφώνεται στη βάση του κλάδου και η πολιτική συγκυρία.

Ο μεγάλος απεργιακός αγώνας των καθηγητών το 1988, η πανεκπαιδευτική απεργία του 1997, η επιστράτευση του 1991, τα «εξεταστικά» του ΑΣΕΠ το 1998  η απεργία στην πρωτοβάθμια το 2006 και έπειτα ο απεργιακός αγώνας του 2013  αποτέλεσαν αγωνιστικά  ορόσημα  του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών. Ορόσημα που δεν κατάφεραν όμως να συγκροτήσουν –κι αυτό δεν ήταν μόνο  πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών-  ένα διαφορετικό συσχετισμό στη βάση του συνδικαλιστικού κινήματος.

Στην ουσία και στην πράξη, όταν οι δυνάμεις που, στον ένα ή άλλο βαθμό, είχαν την αναφορά τους στην ποικιλώνυμη αριστερά, βρέθηκαν σε πραγματικές δοκιμασίες (απεργία του 1987, πολύ περισσότερο απεργία στην πρωτοβάθμια το 2006 που έσπασε με πρόταση των Παρεμβάσεων, και φυσικά την επιστράτευση το 2013) δεν ακολούθησαν το δρόμο που υποτίθεται πρέσβευαν της «από τα κάτω» κίνησης κλπ. Να σημειώσουμε εδώ ότι το ειδικό βάρος των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά ήταν στην εκπαίδευση δυσανάλογο με τη γενικότερη πολιτική τους επιρροή .

Δεν κινήθηκαν με τη λογική των επιτροπών αγώνα κλπ αλλά κρίσιμο στοιχείο της κίνησης και του πολιτικού τους προγραμματισμού ήταν οι συμμαχίες –κατά βάση με αυτό που αντιπροσώπευε η παλιά ΠΑΣΚΕ και οι σημερινές της μεταλλάξεις. Αυτό είχε δύο αποτελέσματα:

Από τη μια το φαινόμενο που ειρωνικά ονομάσαμε «ελμίτιδα» δηλαδή να μην διαμορφώνεται ένα πλαίσιο αγώνα και προοπτικής αλλά να αφήνονται οι ΕΛΜΕ να αποφασίσουν από τα «κάτω». Είτε το εντελώς αντίστροφο, χαρταπιές αιτημάτων μέσα στις οποίες φιγουράριζαν και σωστές θέσεις όπως το όχι στην αξιολόγηση-χειραγώγηση αλλά δεν είχαν κανένα πραγματικό και πρακτικό αντίκρισμα από την άποψη των κινητοποιήσεων του κλάδου.

Από την άλλη εμφανίστηκε η λεγόμενη «συνδικαλιστική κάλυψη» που δοκιμάστηκε αρχικά στην πρωτοβάθμια, όταν η ΔΟΕ καλούσε τις νηπιαγωγούς να κάνουν αέναες ανυπακοές  (ή προσωπικές απεργίες!) από το εφαρμοζόμενο ωράριο, που είχε επεκταθεί και ολοκληρώθηκε με τη θέση των Ομοσπονδιών για απεργία- αποχή από τις διαδικασίες αυτοαξιολόγησης το 2013-14.

Σήμερα και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά αυτής της μεταβατικής φάσης μάλλον πάνε στον αχρείαστο, αφού οι συστημικές δυνάμεις εμφανίζονται αποφασισμένες να απαλλαγούν από αυτό το «αγωνιστικό φορτίο»: Στην ΟΛΜΕ δεν αποφασίζεται έστω η απεργία-αποχή από τις διαδικασίες αυτοαξιολόγησης (τις οποίες η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να τις τρέξει με το δικό της «στυλ» και ρυθμό) ενώ η ΔΟΕ πιο αποφασιστική στο τελευταίο της συνέδριο υιοθετεί την λεγόμενη αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, όπως εξ άλλου είχε ξανακάνει το 1993 επί Σουφλιά με την «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου».

Επιπρόσθετα η κατάσταση του λαϊκού κινήματος, το τέλος των πολιτικών αυταπατών (και η δημιουργία άλλων;) για τις δυνάμεις που εκπροσωπούν τη λεγόμενη «εκπαιδευτική αριστερά» , επιδρούν διαλυτικά στις διαδικασίες συμμετοχής των συναδέλφων στα όργανα πάλης τους , δηλαδή τα σωματεία- συλλόγους. Η δε έννοια της απεργίας έχει τελευταία εξοβελιστεί ή εμφανίζεται την μέρα της ψήφισης των –όποιων- αντιδραστικών νομοθετημάτων.

Η σημερινή κατάσταση
Προφανώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία πολύ άσχημη με μεγάλη δόση δυσπραγίας, συνδικαλιστική πραγματικότητα. Η εφαρμογή του αντισυνδικαλιστικού νόμου (που ουσιαστικά ξεκίνησε ο Σύριζα με τον 50% συν ένα και συνεχίζει η ΝΔ με την ηλεκτρονική ψηφοφορία και το μητρώο) πατά σε μία διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό με τα ΑΦΜ , τις υπεύθυνες  δηλώσεις απεργιών  που γίνονται εδώ και χρόνια στην πρωτοβάθμια,  παρουσίες των δικαστικών αντιπροσώπων κλπ. Είναι σίγουρο πως με τον νέο νόμο θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία κλιμάκωση, ο τρόπος και ο βαθμός της οποίας θα φανεί (αλλά για να  φανεί πρέπει να… φανεί και το κίνημα).

Το πώς θα κινηθεί η κυβέρνηση –και το σύστημα συνολικότερα- όσον αφορά την ποινικοποίηση της απεργίας είναι ένα ζήτημα που θα το δούμε και θα το εκτιμήσουμε στην πορεία . Πρέπει να γίνει κατανοητό πως από τη μια μεριά ο μηχανισμός απαγόρευσης της απεργίας είναι μία αναβαθμισμένη επίθεση και με μία έννοια προληπτική, καθώς έτσι η αλλιώς οι κυβερνήσεις τρεις φορές μετά την μεταπολίτευση έφεραν τον κλάδο αντιμέτωπο με την επιστράτευση (το 91 το επιχείρησαν κιόλας). Από την άλλη ακριβώς για το λόγο ότι η ταξική πάλη και η αντανάκλασή της στους εκπαιδευτικούς χώρους μπορεί να απαγορεύονται αλλά δεν… καταργούνται! Και με αυτή την έννοια το σύστημα μπορεί και να γράψει στα παλιά του τα παπούτσια τις… πλειοψηφικές –δήθεν- ευαισθησίες του.
Βέβαια δεν είναι όλα «μαύρα κι άραχνα».

Το ότι οι κυρίαρχες συστημικές δυνάμεις εκδηλώνονται πλέον ανοικτά εναντίον κινήσεων ακόμη και ελεγχόμενων, το ότι αποσύρουν την περίφημη «συνδικαλιστική κάλυψη» είναι και δείγμα του γεγονότος ότι ακόμα και αυτές οι ελεγχόμενες μορφές «αντίστασης» μπορούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο.

Δεν πρέπει καθόλου να διαφεύγει της προσοχής ότι ο χώρος της εκπαίδευσης – άρα και το συνδικαλιστικό της κίνημα- ακουμπά στις ανάγκες του λαού για μόρφωση-εκπαίδευση των παιδιών και συνδέεται με τις ανησυχίες της –πρώιμης- νεολαίας .

Επιπρόσθετα η σημερινή κυβέρνηση ανοίγοντας το μέτωπο παιδεία, αρχικά, απ’ ότι φαίνεται, με την νεολαία και στην πορεία –σύμφωνα με τις δηλώσεις Ζαχαράκη –και με τους εκπαιδευτικούς, στην πραγματικότητα «απλώνεται» πολύ.

Η συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις γενικές  απεργίες των τελευταίων ετών μπορούμε να πούμε πως ίσως ήταν περισσότερες από αυτές που έχουν γίνει για εκπαιδευτικά ζητήματα. Αυτό κατ' ανάγκη δεν είναι κακό, αντίθετα ανοίγει το δρόμο της σύνδεσης με το λαό και τους εργαζόμενους. Από την άλλη, βέβαια, είναι δείγμα της παραίτησης από τις αγωνιστικές διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών ως κλάδου.

Διαχωρισμός από απόψεις συνδικαλιστικής συγκρότησης:
Οι Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά στη βάση τριών σημαντικών σημείων που όμως εδράζονται στη βασική λογική πάνω στην οποία συγκροτήθηκαν οι Αγωνιστικές Κινήσεις : Την δημιουργία ενός συνδικαλιστικού κινήματος έξω από το κράτος του σημερινού συστήματος και σε αντιπαράθεση με αυτό. Και με αυτή την έννοια ενός συνδικαλιστικού κινήματος πραγματικά ανεξάρτητου όχι από πολιτικές δεσμεύσεις γενικά και αόριστα αλλά από τις κυρίαρχες πολιτικές που αντιπροσωπεύει η κρατική εξουσία στις διάφορες θεσμικές παραλλαγές και  εκδοχές  .

Το πρώτο σημείο. Η αγωνιστική επανεκκίνηση του κλάδου δεν είναι θέμα αλλαγής συσχετισμών μόνον στα συνδικαλιστικά όργανα, τα ΚΣ , τα ΔΣ και τα συνέδρια πολύ δε περισσότερο στα λεγόμενα συνδιοικητικά όργανα ΠΥΣΠΕ-ΚΥΣΠΕ. Η εμπειρία τα προηγούμενα χρόνια όμως έδειξε πως η ενίσχυση των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά δεν έφτασε για να αλλάξει  τον πραγματικό συσχετισμό στην βάση του κλάδου, ούτε ανέτρεψε το κλίμα απογοήτευσης και αποσυγκρότησης που είναι κυρίαρχο «κάτω».

 Δεν υποτιμούμε βέβαια την ανάγκη να εκφράζεται η αγωνιστική μαχητική κατεύθυνση στα συνδικαλιστικά όργανα και να κερδίζει «θέσεις», όπως λέγεται. Αυτό, όμως, σήμερα δεν αρκεί.  Η πραγματική πρόκληση για τους αγωνιστές εκπαιδευτικούς βρίσκεται στην προσπάθεια να κινηθεί ο κόσμος των εκπαιδευτικών για κάθε μεγάλο ή μικρό ζήτημα που αφορά μέσα από πρωτοβουλιακές δράσεις που θα αναγκάζουν είτε τα κατά τόπους συμβούλια ή ακόμα και συνολικότερα τα κεντρικά συνδικαλιστικά όργανα  να συμπαρασυρθούν στην κίνηση.

 Από αυτή την άποψη οι εμπειρίες από τους νηπιαγωγούς σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις έχουν την αξία τους (η προσπάθεια παράδοσης στις νομαρχίες των νηπιαγωγείων το 1995 που ακυρώθηκε χάρη στη μαζική κινητοποίηση, η πρωτοβουλία ενάντια στην επέκταση του ωραρίου το 2006 στη Θεσσαλονίκη, η εμπειρία της Καλαμαριάς το 2013 με την μετατροπή της προσωπικής στάσης ανυπακοής σε μαζική κίνηση).

Ανάλογα μπορεί να ειπωθούν για την προσπάθεια να βρεθούν πρωτοβουλιακά όσοι από τις απεργιακές επιτροπές αγώνα  στην πρωτοβάθμια (Αθήνα) διαφωνούσαν με το κλείσιμο της απεργίας το 2006. Σε αυτή τη βάση μπορεί να αξιοποιηθεί ως εμπειρία η πλούσια δράση σε Πειραιά αλλά και σε Σάμο, Τρίκαλα κλπ.

Το δεύτερο σημείο διαφοροποίησης αναφέρεται στον ξεκάθαρο διαχωρισμό ανάμεσα στη στάση που κρατούν οι εκπαιδευτικοί στους συλλόγους διδασκόντων, πράξη απολύτως αναγκαία απέναντι στον κράτος και τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις του, και στο γεγονός πως ο σύλλογος διδασκόντων παρά την όποια λειτουργία του δεν παύει να είναι κομμάτι αυτού του κρατικού μηχανισμού. Στην πραγματικότητα όλη η αντιπαράθεση στις πολιτικές των μνημονιακών κυβερνήσεων δίνονταν από το κυρίαρχο συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από τα διαφορετικά «πρακτικά» που καλούνταν σε κάθε περίπτωση να συντάξουν οι εκπαιδευτικοί προκειμένου να αμυνθούν στις επιθέσεις των κυβερνήσεων. Όλη η πολιτική της λεγόμενης «συνδικαλιστική κάλυψης» εξαντλήθηκε σε αυτό το σημείο (που σήμερα και αυτό το παίρνουν πίσω).

Το τρίτο φυσικά είναι ο απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στην συνδικαλιστική δράση και στην εκπροσώπηση στα ΠΥΣΠΕ –ΚΥΣΠΕ. Είναι άλλο πράγμα να συγκεντρώνονται εκπαιδευτικοί για μαζικές παραστάσεις έξω από τις αίθουσες που συνεδριάζουν αυτά τα όργανα ή στα γραφεία των προϊσταμένων και εντελώς άλλο πράγμα να θεωρεί κανείς ότι δίνεται μία μάχη από τα «μέσα» των μηχανισμών, από τους  αιρετούς μέσα εκεί και ότι όλες οι κινήσεις απλά ενισχύουν αυτή την… δήθεν μάχη .

Με βάση τα παραπάνω οι Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών στην περίοδο που έρχεται χρειάζεται να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο δράσης και παρέμβασης που καθορίζουν:

1. Η ανάγκη να ζωντανέψουν ξανά οι συλλογικές διαδικασίες και σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να επιδιωχτεί η πιο πλατιά συνεργασία με τις δυνάμεις που –θεωρητικά τουλάχιστον- αναφέρονται σε αυτό. Είναι  προτιμότερο πχ από τις ατέλειωτες  παραστάσεις έξω από τις διευθύνσεις να οργανώνονται συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις ζύμωσης και συζήτησης του κλάδου (χωρίς να υποτιμάται η ανάγκη να εκφράζεται η διεκδίκηση του κλάδου και μέσα από μαζικές παραστάσεις). Το κίνημα που χρειαζόμαστε δεν είναι οι ατέλειωτες παραστάσεις και συζητήσεις με τους διευθυντές στις διευθύνσεις που  καλλιεργούν τις πρακτικές της ανάθεσης και ενισχύουν τις απόψεις της συνδιαχείρισης, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύεται η έννοια της στάσης εργασίας όταν  έχει αναδειχτεί σαν το μοναδικό μέσο πάλης οι παραστάσεις στις ΔΙΔΕ  χωρίς συνελεύσεις.

2. Η δημιουργία πρωτοβουλιών μέσα από τις οποίες  θα συμβάλλουμε στη συμμετοχή των  συναδέλφων στις  Γ.Σ  και θα   «σπρώξουν» τα ΔΣ να  τις κάνουν, καθώς θα εκδηλώνεται η επίθεση.

3. Η απαίτηση να πάρουν αποφάσεις τα σωματεία των εκπαιδευτικών που να καλούν τους συναδέλφους σε αποχή από τις διαδικασίες αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας Αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να οικοδομηθεί  κίνημα για την κατάργηση του νόμου και όλου του θεσμικού πλαισίου αξιολόγησης..

4. Η διαμόρφωση συνδικαλιστικής πρότασης απεργιακού αγώνα –οι μορφές και η… διάρκεια της οποίας θα συναρτηθεί από τη συμμετοχή του κόσμου. Με πανεκπαιδευτική  προοπτική  (εκπαιδευτικοί –νεολαία). Παλιότερα διατυπώνονταν με περισσή άνεση –και ασφάλεια-  η πρόταση για απεργία διαρκείας. Περάσαμε από τον «ρεαλισμό»  της απεργίας- αποχής στο πιο  πρόσφατο άλμα  για … γενική απεργία που θα την έπαιρναν οι ομοσπονδίες! Είναι φανερό πως αυτό το «κρυφτούλι», που είναι ανώδυνο σε κόστος, πρέπει να αντικατασταθεί από απεργιακή –ξεκάθαρο- πρόταση που θα δημιουργεί όρους αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική. Πρόταση δηλαδή που πραγματικά θα παλευτεί στη βάση των εκπαιδευτικών και εκεί θα οικοδομείται.

5. Σε αυτά τα πλαίσια δεν είναι έξω από τη λογική μας ο λεγόμενος διασυλλογικός αγώνας με την έννοια ότι μπορούν τα σωματεία να πάρουν αγωνιστικές-απεργιακές  αποφάσεις και να συντονιστούν να τις εφαρμόσουν. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με τα «μαϊμού» διασυλλογική καλέσματα των σωματείων που ελέγχει το ΠΑΜΕ που επιπλέον στο ζήτημα της απεργιακής πρότασης δεν βγάζει άχνα..

Γενικό πλαίσιο των κατευθύνσεών μας:

Ενάντια στον πόλεμο, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις – αλληλεγγύη στους αγωνιζόμενους λαούς, στους πρόσφυγες και τους μετανάστες – έξω οι βάσεις και το ΝΑΤΟ!
Ενάντια στην αντιλαϊκή επίθεση στα δικαιώματά μας – αγώνας για το δικαίωμα στη ζωή, στη δουλειά, στις σπουδές.
Κάτω τα χέρια από την απεργία, τα συνδικάτα και τις συλλογικές συμβάσεις.
Να αποσυρθούν όλες οι αντιδραστικές προτάσεις που περιλαμβάνονται στην επιστολή Κεραμέως.
Μόνιμοι μαζικοί διορισμοί - Μονιμοποίηση όλων των αναπληρωτών - Κατάργηση του νόμου 4589 για το προσοντολόγιο.
Αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις
Ανατροπή όλου του θεσμικού πλαισίου αξιολόγησης – αυτοαξιολόγησης.
Ενάντια στους ταξικούς φραγμούς. Δωρεάν Δημόσια εκπαίδευση για όλα τα παιδιά
Με σωματεία όπλα των εργαζομένων – όχι κρατικά, κυβερνητικά, εργοδοτικά  και συνδιαχειριστικά
Όχι στη συνδιοίκηση – τα παζάρια – το εικονικό κίνημα και την περιθωριοποίηση των εργαζομένων

Για τις Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών

Όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών έχουμε καταφέρει να αποτελέσουμε μια μικρή αλλά υπαρκτή δύναμη στο χώρο των εκπαιδευτικών. Έχουμε καταφέρει να έχουμε μια μόνιμη παρουσία αλλά και να συγκροτούμε ιδιαίτερη άποψη για τα ζητήματα που αφορούν την επίθεση του συστήματος, την τακτική των κυβερνήσεων και το κίνημα.

Η χρόνια (και για την ώρα επιδεινούμενη) κατάσταση του κινήματος είναι σαφές ότι δημιουργεί πιέσεις σε φωνές σαν τη δική μας. Ωστόσο, θα ήταν επικίνδυνο πολιτικό λάθος, η ανάγνωση της κατάστασης να δημιουργήσει δηλωμένες ή μη παραδοχές και εκτιμήσεις που οδηγούν σε υποταγή στο συσχετισμό και παραίτηση.

Μέσα σε όλο το διεθνές σκηνικό αδιεξόδων όλων των κέντρων εξουσίας του συστήματος και κλιμάκωσης της επίθεσης, είναι σαφής (ιδιαίτερα τις τελευταίες βδομάδες) η προσπάθεια λαών να βγουν στο προσκήνιο, όπως στη Χιλή, την Αργεντινή, το Εκουαδόρ, τις ΗΠΑ και αλλού. Η κλιμάκωση της επίθεσης στη χώρα μας απέναντι στο λαό, στους μαθητές, στους φοιτητές και τους εκπαιδευτικούς δημιουργεί αντικειμενικά εύφλεκτη ύλη που θα θέσει σε δοκιμασία όλη την απατηλή εικόνα που θέλει η αστική τάξη της χώρας να παρουσιάσει.

Η παραπάνω εκτίμηση έχει ως άμεσο συμπέρασμα την ανάγκη καλύτερης συγκρότησης της παρέμβασής μας. Αυτή η γενική ανάγκη εξειδικεύεται με:

Τη δημιουργία σχημάτων Αγωνιστικών Κινήσεων Εκπαιδευτικών εκεί που υπάρχουν ένας – δύο συναγωνιστές.
Την εξάντληση των προσπαθειών για άπλωμα της παρέμβασης σε ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ, όπου σήμερα δεν παρεμβαίνουμε.
Την προσπάθεια διατήρησης της παρέμβασής μας σε περιπτώσεις που συναγωνιστές – συναγωνίστριες παίρνουν σύνταξη.
Τη συχνή πραγματοποίηση τοπικών συνεδριάσεων των Αγωνιστικών Κινήσεων Εκπαιδευτικών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου